Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα και την on line έκδοση του βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου,

Με αφορμή τα τελευταία γεγονότα και την on line έκδοση του βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου,

Ο Πόλεμος κατά της «Τρομοκρατίας»: Η γενικευμένη επίθεση των ελίτ (Αθήνα: Γόρδιος, 2003)

(Διαθέσιμο σε PDF μορφή)

ΑΦΙΕΡΩΜΑ

Η «Τρομοκρατία», η Βία και η Αντιβία στη Νέα Τάξη της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης και της Αντιπροσωπευτικής «Δημοκρατίας»

Η εκφυλισμένη Ελληνική «Αριστερά» μπροστά στην πραγματική Τρομοκρατία της Παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ

[1]. Εισαγωγή

[2]. Κριτική ενδεικτικών θέσεων της «αντικαπιταλιστικής» και «ελευθεριακής»  Αριστεράς για τη Βία και την Αντιβία.

(Α) Από τον χώρο της εκφυλισμένης «ελευθεριακής» Αριστεράς, άρθρο Γιώργου Οικονόμου

(Β) Από τον χώρο της εκφυλισμένης «Αντικαπιταλιστικής» Αριστεράς, άρθρο Άρη Χατζηστεφάνου,

[3]. Η εκφυλισμένη Αριστερά ως καλοστημένος μηχανισμός εκτόνωσης της λαϊκής οργής κατά της Παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ.

(Α) Τα αμεσοδημοκρατικά και αντιεξουσιαστικά άλλοθι της Παγκοσμιοποίησης και της Συστημικής Βίας

(Β) Ένα νέο (!) «κίνημα» – σούπα για «Άμεση δημοκρατία, Ουμανισμό και Αταξική Κοινωνία»!

(Γ) Το κρίσιμο Ιστορικό πλαίσιο της «Ελευθεριακής» και Αντικαπιταλιστικής» Διαχείρισης της διογκούμενης Λαϊκής οργής κατά της Παγκοσμιοποίησης και της ΕΕ

(Δ) Σαν επίλογος. Η ένταση της Βίας στην Παγκοσμιοποίηση και την ΕΕ, αναπόφευκτη όσο και η κρίση

[4]. Απόσπασμα από το 1ο Κεφάλαιο του βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου με τις θέσεις της Περιεκτικής Δημοκρατίας για την Παγκοσμιοποίηση, την «Τρομοκρατία», τη Βία και την Αντιβία.

 

[4]. Απόσπασμα από το 1ο Κεφάλαιο

Ακολουθεί ένα εκτενές αλλά ιδιαίτερα επίκαιρο απόσπασμα από το 1ο κεφάλαιο του βιβλίου του Τάκη Φωτόπουλου, στο οποίο διασαφηνίζονται και αναλύονται από τη σκοπιά του προτάγματος της Περιεκτικής Δημοκρατίας οι μορφές «Τρομοκρατίας», Βίας και Αντιβίας (Συστημικής και πολιτικής), ο ρόλος της Νέας Διεθνούς Τάξης και της υπερεθνικής ελίτ που αναδείχθηκε ως η ανώτερη ταξική/ιεραρχική οργάνωση του συστήματος της Οικονομίας Αγοράς με την άνοδο της Νεοφιλελεύθερης Παγκοσμιοποίησης (σε ρητή αντιδιαστολή με τις παλαιομαρξιστικές θέσεις περί Ιμπεριαλισμών) και της καθολίκευσης της Αντιπροσωπευτικής «Δημοκρατίας».

«Τρομοκρατία», συστημική βία και δημοκρατία[1]

Το επόμενο βήμα είναι ν’ απορρίψουμε τον Λόγο της τυραννίας.

Οι αναφορές του είναι σκουπίδια.

Στις ατελείωτα παλίλλογες ομιλίες, ανακοινώσεις,

συνεντεύξεις τύπου και απειλές,

οι υποτροπιάζοντες όροι είναι Δημοκρατία,

Δικαιοσύνη, Ανθρώπινα Δικαιώματα, Τρομοκρατία.

Κάθε λέξη εδώ σημαίνει το αντίθετο από το πραγματικό της νόημα.

Κάθε λέξη έχει μεταπρατηθεί, έχει γίνει σύνθημα κάποιας συμμορίας,

έχει λεηλατηθεί από την ανθρωπότητα.

 

John Berger[2]

Εισαγωγή

Το πρώτο βήμα σε μία προσπάθεια ερμηνείας των αιτίων και της σημασίας των γεγονότων της 11ης Σεπτεμβρίου 2001 και των εξελίξεων που τέθηκαν σε κίνηση μετά από αυτά είναι να οριοθετηθεί η πολιτική βία, μια μορφή της οποίας είναι η «τρομοκρατία», και να συζητηθεί η σχέση μεταξύ της τρομοκρατίας, της συστημικής βίας και της δημοκρατίας.

Όπως θα προσπαθήσω να δείξω στο κεφάλαιο αυτό, οι επιθέσεις της 11/9, που λειτούργησαν σαν καταλύτης για τον σημερινό αποκαλούμενο «πόλεμο» κατά της τρομοκρατίας (στην πραγματικότητα, απλώς μία στρατιωτική καταστολή τεχνολογικά πολύ υποδεέστερων αντιπάλων, όπως συνέβη και με τους προηγούμενους «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ) παραμένουν ακατανόητες αν δεν εξετάσουμε το ιστορικό και «δομικό» τους υπόβαθρο, κάτι που αναγκαστικά θα μας φέρει σε μία εξέταση του περιγράμματος της Νέας Διεθνούς Τάξης.

Η Νέα Τάξη στο βιβλίο αυτό δεν ορίζεται μόνο σε σχέση με τις πολιτικό-στρατιωτικές αλλαγές που προέκυψαν στη διεθνή σκηνή ως αποτέλεσμα της κατάρρευσης του «υπαρκτού σοσιαλισμού» αλλά παίρνει πολύ ευρύτερο οικονομικό και ιδεολογικό περιεχόμενο σε σχέση με την ανάδυση της καπιταλιστικής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης και την καθολίκευση της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» που την συνοδεύει.

Μορφές πολιτικής βίας

Τα ελεγχόμενα από την υπερεθνική ελίτ ΜΜΕ, καθώς και οι διανοούμενοι που λειτουργούν ως απολογητές της Νέας Διεθνούς Τάξης, παρουσίασαν τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σαν το έργο φανατικών φονταμενταλιστών που φθονούν τον πλούτο και τη δημοκρατική οργάνωση της Δύσης, αν όχι σαν καθαρό «μηδενισμό», δηλαδή σαν τμήμα της αιώνιας μάχης μεταξύ Καλού και Κακού, σε ένα δυϊστικό σύμπαν που τροφοδοτείται από το μίσος και το φθόνο, καθώς και από τον θρησκευτικό/ιδεολογικό φονταμενταλισμό. Κατά την γνώμη μου, για να έχει νόημα μία συζήτηση των κρίσιμων ζητημάτων που προέκυψαν από αυτά τα γεγονότα (τα οποία σύμφωνα με τη προπαγανδιστική μηχανή της υπερεθνικής ελίτ ήταν η αιτία του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας» που εξαπέλυσε στη συνέχεια), πρέπει να αναχθούμε στη σημασία και τα αίτια της πολιτικής βίας, δηλαδή της χρήσης βίας για πολιτικούς σκοπούς.

Με βάση τους φορείς, τα κίνητρα και τους στόχους της, θα μπορούσαμε να διακρίνουμε δύο ευρείες κατηγορίες πολιτικής βίας:

  • την πολιτική βία «από τα πάνω», δηλ. την πολιτική βία που ξεκινά, άμεσα ή έμμεσα, από τις πολιτικές και οικονομικές ελίτ (μέσω του κράτους, παρακρατικών οργανώσεων κ.λπ.), με στόχο την αναπαραγωγή των προνομίων που τους εξασφαλίζει η άνιση κατανομή της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Με άλλα λόγια, στόχος της μορφής αυτής πολιτικής βίας που μπορεί να πάρει τη μορφή πολέμων, κρατικής καταστολής (δηλ. κρατικής βίας εναντίον πολιτών με βάση «νόμιμες» διαδικασίες), κρατικής τρομοκρατίας, αλλά και τρομοκρατικής δράσης από παρακρατικές ή «εξωκρατικές» οργανώσεις, είναι η δημιουργία ή αναπαραγωγή μίας ετερόνομης κοινωνίας που δεν στηρίζεται στον αυτοκαθορισμό των πολιτών. Το υπόβαθρο όλων αυτών των μορφών πολιτικής βίας είναι η συστημική βία, δηλαδή η θεσμοποίηση της άνισης κατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης, η οποία αποτελεί βασικό χαρακτηριστικό κάθε ετερόνομης κοινωνίας. Είναι επομένως ξεκάθαρο πως η θεμελιώδης αιτία της συστημικής βίας είναι η μη δημοκρατική οργάνωση της κοινωνίας, με άλλα λόγια η οργάνωσή της με βάση θεσμούς οι οποίοι, αντί να στοχεύουν στην εξασφάλιση της ισοκατανομής της δύναμης σε όλες της τις μορφές μεταξύ όλων των πολιτών, στοχεύει στην αναπαραγωγή του προτύπου της ασυμμετρίας της δύναμης, το οποίο ιστορικά έχει εγκαθιδρυθεί από προνομιούχες κοινωνικές ομάδες. Στη σημερινή ετερόνομη κοινωνία, όπου η αντιδημοκρατική θεσμοποίηση της ανισοκατανομής δύναμης (δηλαδή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας) θεμελιώνεται στο συστημα της οικονομίας της αγοράς και της αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας», η συστημική βία είναι δυνατό να αναφέρεται είτε στο οικονομικό επίπεδο, όπου ο εγγενής σε μία οικονομία της αγοράς έλεγχος των οικονομικών πόρων από μία μειονότητα οδηγεί στην ανεργία, στην φτώχεια και στην ανασφάλεια τεράστια τμήματα του πληθυσμού, είτε στο πολιτικό επίπεδο, όπου η θεσμοποίηση του ελέγχου της πολιτικής διαδικασίας από μία μειονότητα σε μία αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» οδηγεί τη μεγάλη πλειονότητα του πληθυσμού σε πολιτική αλλοτρίωση και απάθεια, είτε τέλος, στο κοινωνικό και στο πολιτισμικό επίπεδο, όπου ο έλεγχος των κοινωνικών και πολιτισμικών θεσμών από κάποια τμήματα του πληθυσμού οδηγεί σε διάφορες μορφές διακρίσεων (με βάση το φύλο, τη φυλή, την εθνότητα κ.λπ.) σε βάρος των υπολοίπων τμημάτων.

  • την πολιτική βία «από τα κάτω», δηλ. την πολιτική βία που ξεκινά από κοινωνικές ομάδες ή άτομα που, άμεσα ή έμμεσα, αμφισβητούν την συστημική βία καθώς και τις άλλες μορφές πολιτικής βίας «από τα πάνω». Η πολιτική βία αυτού του είδους παίρνει την μορφή αντιβίας και μπορεί να αναλαμβάνεται είτε συλλογικά από κοινωνικές ομάδες και κινήματα (συλλογική αντιβία), είτε από άτομα που δεν λειτουργούν ως οργανικό τμήμα κοινωνικής ομάδας ή κινήματος (ατομική αντιβία). Η συλλογική αντιβία μπορεί να πάρει τη μορφή της άμεσης δράσης, βίαιων διαδηλώσεων και εξεγέρσεων που, κάτω από ορισμένες συνθήκες, μπορεί να αποκορυφωθούν σε βίαιη επανάσταση, ενώ, σε ακραίες περιπτώσεις κρατικής βίας, μπορεί να πάρει τη μορφή του ανταρτοπόλεμου, ή ακόμη και της λαϊκής «τρομοκρατίας». Άμεσος ή έμμεσος στόχος της συλλογικής αντιβίας είναι η ισοκατανομή της πολιτικής δύναμης (πρώτη απόπειρα ― έστω ατελής― ήταν η κλασική Αθηναϊκή δημοκρατία), ή της οικονομικής δύναμης (το βασικό αίτημα του σοσιαλιστικού κινήματος), ενώ σήμερα προτείνονται θέσεις για την γενικότερη ισοκατανομή της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής δύναμης (βλ. π.χ. το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας[3]). Η ατομική αντιβία μπορεί να πάρει τη μορφή της ατομικής τρομοκρατίας, η οποία, μολονότι αναλαμβάνεται από άτομα ή ομάδες με στόχους τις ελίτ και τα όργανα τους, δεν μπορεί να θεωρηθεί ότι αποτελεί μορφή λαϊκής τρομοκρατίας όταν δεν έχει οργανικούς δεσμούς με λαϊκά κινήματα, ή μπορεί να πάρει ακόμη και τη μορφή εγκλημάτων κατά της περιουσίας (ληστείες, διαρρήξεις, κλοπές αυτοκινήτων κ.λπ.) τα οποία, έμμεσα, επίσης αμφισβητούν την συστημική βία.

Ορισμός και τύποι «τρομοκρατίας»

Όσον αφορά την «τρομοκρατία» ειδικότερα, θα πρέπει να σημειωθεί αρχικά ότι ο όρος «τρομοκρατία» καταχρηστικά εφαρμόζεται και στην περίπτωση της αντιβίας «από τα κάτω», δηλαδή στις περιπτώσεις λαϊκής και ατομικής «τρομοκρατίας». Όπως είναι γνωστό, η έννοια της σύγχρονης τρομοκρατίας έλκει την καταγωγή της από τη Γαλλική επανάσταση, όπου η μόνη τρομοκρατία ήταν η κρατική τρομοκρατία. Η χρήση επομένως του όρου «τρομοκρατία» στο βιβλίο αυτό για την περιγραφή τόσο της κρατικής τρομοκρατίας «από τα πάνω» όσο και μορφών πολιτικής αντιβίας «από τα κάτω» γίνεται για ταξινομικούς και μόνο λόγους. Αυτό είναι σημαντικό να τονιστεί, ιδιαίτερα σήμερα, που, όπως επεσήμανε ένας Βρετανός αναλυτής, μετά τα γεγονότα του Σεπτέμβρη, «η τάση τα τελευταία χρόνια ― που ενθαρρύνθηκε από την κλίμακα της θηριωδίας του περασμένου μήνα στη Νέα Υόρκη ― είναι να ορίζεται η τρομοκρατία ολοένα και περισσότερο με όρους μεθόδων και τακτικής, ιδιαίτερα με βάση το κριτήριο εάν στοχεύει πολίτες, αντί με βάση τα κίνητρα και στόχους των φορέων της».[4] Αυτή είναι μία προσέγγιση που, όπως τονίζει ο ίδιος αναλυτής, θα οδηγούσε στον χαρακτηρισμό ιστορικών απελευθερωτικών κινημάτων, όπως το Νοτιοαφρικάνικο ANC και το Αλγερινό FLN που επιτίθεντο σε πολίτες, ως «τρομοκρατικών» ― μία προσέγγιση που έχει δυστυχώς σήμερα υιοθετηθεί από πολλούς στην Αριστερά, ακόμη και από αυτο-αποκαλούμενους ελευθεριακούς. 

Για ν’ αποφύγουμε όλες αυτές τις συγχύσεις, που πολλές φορές εσκεμμένα καλλιεργούνται για την έννοια της τρομοκρατίας, θα έπρεπε λοιπόν να ξεκινήσουμε με ένα ορισμό της τρομοκρατίας που λαμβάνει υπόψιν τα κρίσιμα ζητήματα που ανάφερα παραπάνω. Ένας τέτοιος χρήσιμος ορισμός της τρομοκρατίας είναι εκείνος που δίνεται από τον γνωστό πολιτειολόγο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο της Χαβάης Johan Galtung, ο οποίος, ξεκινώντας με τον κλασικό ορισμό του πολέμου από τον Clausewitz ως την «συνέχιση της πολιτικής με άλλα μέσα», ορίζει αντίστοιχα την τρομοκρατία ως τη «συνέχιση της βίας με άλλα μέσα».[5] Ο ορισμός αυτός είναι ιδιαιτέρως χρήσιμος επειδή λαμβάνει ρητά υπόψιν το γεγονός ότι η βία για πολιτικούς σκοπούς, είτε προέρχεται από ένα κοινωνικο-οικονομικό σύστημα και τις ελίτ που το εκφράζουν, είτε από αντιτιθέμενες δυνάμεις «από τα κάτω», αποτελεί πάντοτε έναν κύκλο και είναι ακατανόητη αν δεν ειδωθεί σαν ένας τέτοιος κύκλος. Ο Galtung τονίζει ιδιαίτερα τη σπουδαιότητα αυτού που αποκαλεί δομική βία, την οποία προτιμώ να αποκαλώ συστημική βία για να δώσω έμφαση στον συστημικό της χαρακτήρα. Και αυτό, διότι βέβαια όλα τα κρίσιμα κοινωνικά φαινόμενα όπως η ανεργία, η φτώχεια, η ανασφάλεια, η πολιτική αλλοτρίωση και απάθεια, καθώς και διάφορες μορφές διακρίσεων σε βάρος τμημάτων του πληθυσμού με βάση το φύλο, τη φυλή, την ταυτότητα κ.λπ., είναι απλώς μορφές συστημικής ή δομικής βίας, ως αποτέλεσμα της θεσμοποίησης της συγκέντρωσης της εξουσίας σε όλες της τις μορφές, δηλαδή της θεσμοποίησης της πολιτικής, οικονομικής και κοινωνικής ανισότητας.

Όπως υποδηλώνει ο παραπάνω ορισμός της τρομοκρατίας, υπάρχουν τρεις βασικοί τύποι τρομοκρατίας: η κρατική τρομοκρατία ως μορφή πολιτικής βίας «από τα πάνω», και η λαϊκή τρομοκρατία καθώς και η ατομική τρομοκρατία, ως μορφές πολιτικής βίας «από τα κάτω».

Θα μπορούσαμε να ορίσουμε την κρατική τρομοκρατία ως κάθε είδος βίας εναντίον πολιτών, η οποία αναλαμβάνεται άμεσα ή έμμεσα από τον κρατικό μηχανισμό, δεν περιορίζεται από τις συνήθεις νομικές διαδικασίες, και στοχεύει στην καταπολέμηση της συλλογικής αντιβίας. Παρά το γεγονός επομένως ότι η κρατική τρομοκρατία είναι απλώς μία ακραία μορφή κρατικής καταπίεσης και καταστολής, διαφέρει από αυτήν διότι η κρατική τρομοκρατία είναι απρόβλεπτη και δεν υπόκειται σε τυπικές νομικές διαδικασίες. Μορφές κρατικής τρομοκρατίας είναι λόγου χάρη οι δολοφονίες, με την εξουσιοδότηση της κυβέρνησης των ΗΠΑ, υπόπτων για τρομοκρατία από τη CIA (προσφάτως οι πιθανοί στόχοι διευρύνθηκαν ώστε να περιλαμβάνουν ακόμη και αρχηγούς κρατών που θεωρούνται «ταραξίες»!), καθώς και οι «εστιασμένες δολοφονίες» και οι συλλογικές ποινές κατά του παλαιστινιακού πληθυσμού που εφαρμόζονται τακτικά από τον ισραηλινό στρατό. Δεν προκαλεί, επομένως, έκπληξη ότι, όπως αναφέρει ο George Monbiot,[6] η κυβέρνηση των ΗΠΑ «τα τελευταία 55 χρόνια διευθύνει ένα στρατόπεδο εκπαίδευσης τρομοκρατών, τα θύματα του οποίου υπερτερούν μαζικά του αριθμού των ανθρώπων που σκοτώθηκαν από την επίθεση στη Νέα Υόρκη ή από τις βόμβες στην Αμερικανική πρεσβεία [του Ναϊρόμπι] και από τις άλλες θηριωδίες που αποδόθηκαν, σωστά ή όχι, στην Αλ Κάιντα. Το στρατόπεδο ονομάζεται Ινστιτούτο Συνεργασίας για την Ασφάλεια του Δυτικού Ημισφαιρίου ( WHISC), έχει την έδρα του στο Fort Benning της Georgia και χρηματοδοτείται από την κυβέρνηση του κ. Bush». Μία άλλη μορφή κρατικής τρομοκρατίας είναι η διακρατική τρομοκρατία. Αυτή είναι ένα είδος τρομοκρατίας που εκδηλώνεται όταν η ασυμμετρία δύναμης ανάμεσα στα κράτη οδηγεί τα αδύναμα κράτη στην υπόγεια υποστήριξη τρομοκρατικών δραστηριοτήτων ενάντια στα ισχυρά κράτη. Η υπερεθνική ελίτ έχει ανακηρύξει την διακρατική τρομοκρατία ως μία από τις αιτίες του σημερινού πολέμου κατά της τρομοκρατίας. Τέλος, ως μορφή κρατικής τρομοκρατίας θα μπορούσαμε να χαρακτηρίσουμε επίσης μορφές τρομοκρατίας όπως οι βομβιστικές επιθέσεις της ιταλικής ακροδεξιάς στη δεκαετία του 1970 ή τα διάφορα Λατινοαμερικάνικα τάγματα θανάτου. Μολονότι οι οργανωσεις που αναλαμβάνουν παρόμοιες ενέργειες μπορεί να μην έχουν άμεσες διασυνδέσεις με τον κρατικό μηχανισμό εντούτοις, άμεσα ή έμμεσα, λειτουργούν για λογαριασμό των πολιτικών ή οικονομικών ελίτ (συνήθως χρηματοδοτούμενες και υποστηριζόμενες από διάφορα τμήματα τους) και έχουν βασικό στόχο όχι την αντιμετώπιση της βίας των ελίτ «από τα πάνω», αλλά κυρίως της αντιβίας των καταπιεσμένων «από τα κάτω».

Από την άλλη μεριά, η λαϊκή τρομοκρατία θα μπορούσε να οριστεί ως η βία ενάντια σε μέλη του κρατικού μηχανισμού, ή πολίτες που εκφράζουν τα συμφέροντα των ελίτ, η οποία μεθοδεύεται από οργανώσεις που αποτελούν τη στρατιωτική πτέρυγα ενός λαϊκού κινήματος και φέρεται εις πέρας από μικρές ομάδες ή ακόμη και άτομα, με σκοπό την καταπολέμηση της συστημικής βίας, της κρατικής καταστολής και της κρατικής τρομοκρατίας. Μορφές λαϊκής τρομοκρατίας αποτελούν για παράδειγμα οι δραστηριότητες εθνικοαπελευθερωτικών οργανώσεων, αντιστασιακών οργανώσεων ενάντια σε στρατιωτικά καθεστώτα κ.λπ. Η λαϊκή τρομοκρατία αποτελεί επομένως μία ακραία μορφή αντιβίας, η οποία αμφισβητεί όχι μόνο τη συστημική βία αλλά και το ίδιο το μονοπώλιο της βίας από το κράτος και τις ελίτ που το ελέγχουν. Αυτός είναι ο λόγος για τον οποίον κάθε είδος ελίτ αντιτίθεται στη λαϊκή τρομοκρατία ― κάτι που θα μπορούσε σε μεγάλο βαθμό να εξηγήσει το γεγονός ότι όλες ανεξαιρέτως οι άρχουσες ελίτ σήμερα, από την Αμερικάνικη μέχρι τη Ρώσικη και την Κινέζικη (καθεμιά για τους δικούς της λόγους ασφαλώς), τίθενται ομόφωνα υπέρ του «πολέμου κατά της τρομοκρατίας». Τέλος, η λαϊκή τρομοκρατία διαφέρει από τον ανταρτοπόλεμο, διότι, σε αντίθεση με αυτόν, δεν προϋποθέτει κάποιο είδος συμμετρίας στη στρατιωτική δύναμη. Στην πραγματικότητα, η λαϊκή τρομοκρατία προκύπτει όταν η ασυμμετρία δύναμης είναι τόσο μεγάλη που δεν είναι δυνατός ο ανταρτοπόλεμος.

 Η ατομική τρομοκρατία διαφέρει από την λαϊκή τρομοκρατία όχι ως προς τους στόχους, ή ακόμα και τα μέσα, που όχι σπάνια ταυτίζονται, αλλά ως προς τον φορέα της, εφοσον φέρεται εις πέρας από οργανώσεις οι οποίες δεν αποτελούν οργανικό τμήμα λαϊκών κινημάτων. Η συνέπεια είναι ότι, μολονότι οι οργανώσεις ατομικής «τρομοκρατίας», όπως και οι οργανωσεις λαϊκής τρομοκρατίας, στοχεύουν επίσης στην καταπολέμηση της συστημικής βίας και της κρατικής καταπίεσης και καταστολής, αναπόφευκτα παίρνουν τον χαρακτήρα ελιτίστικων οργανώσεων, που ελπίζουν ότι, μέσω των ενεργειών τους, θα δημιουργήσουν τις αντικειμενικές και υποκειμενικές συνθήκες οι οποίες θα «εξαναγκάσουν» τους καταπιεσμένους να ξεσηκωθούν σε μία αντισυστημική πάλη κατά των καταπιεστών. Στη κατηγορία αυτή ανήκουν οι δραστηριότητες των διαφόρων «τρομοκρατικών» οργανώσεων της Αριστεράς που εμφανίστηκαν, κυρίως στην Ευρώπη, στη δεκαετία του 1970.

Πολιτική βία, «τρομοκρατία» και δημοκρατία

Όπως ανάφερα προηγουμένως, υπάρχουν διάφορες μορφές πολιτικής αντιβίας «από τα κάτω» που περιλαμβάνουν τόσο τη συλλογική όσο και την ατομική αντιβία. Το ερώτημα που γεννιέται σε σχέση με τις μορφές αυτές πολιτικής αντιβίας και γενικότερα με την πολιτική βία είναι το εξής: είναι συμβατή η πολιτική βία με τη δημοκρατία και το δημοκρατικό πρόταγμα;

Εάν ξεκινήσουμε πρώτα με τη συμβατότητα της πολιτικής βίας με τη δημοκρατία η απάντηση στο ερώτημα αυτό είναι βέβαια αρνητική, προϋποτιθέμενου φυσικά ότι αναφερόμαστε σε μία γνήσια δημοκρατία όπου δεν υπάρχει διαχωρισμός κοινωνίας από το κράτος , όπου δηλαδή το κράτος είναι η κοινωνία με την έννοια της συμμετοχής στη λήψη των αποφάσεων όλων των πολιτών. Σε μία τέτοια δημοκρατία, όπως για παράδειγμα είναι η μορφή δημοκρατίας που στοχεύει το προταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, κάθε μορφή πολιτικής βίας, είτε από τα πάνω είτε από τα κάτω, είναι όχι μόνο ηθικώς αναιτιολόγητη αλλά και πολιτικά απορριπτέα.

Έτσι, στο ηθικό επίπεδο, κάθε πολιτική δραστηριότητα που χρησιμοποιεί ως κύριο μέσο για την επίτευξη πολιτικών στόχων την καταστροφή της ανθρώπινης ζωής, η οποία πρέπει να θεωρηθεί ως το απόλυτο αγαθό, είναι καταδικαστέα. Όμως, όταν η ζωη παύει να θεωρείται απόλυτο αγαθό από τη μία μεριά σε αυτό τον κύκλο της βίας τότε αναγκαστικά σχετικοποιείται γενικότερα. Όταν για παράδειγμα το Αμερικανικό ή το Βρετανικό κράτος εκπαιδεύουν επαγγελματίες δολοφόνους που αποτελούν τους σημερινούς μισθοφορικούς στρατούς, οι οποίοι διαπράττουν τα μαζικά εγκλήματα που είδαμε στους «πόλεμους» της υπερεθνικής ελίτ στη Νέα Διεθνή Τάξη (πόλεμος στον Κόλπο, Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν, εισβολή στο Ιράκ) αναπόφευκτα η ανθρώπινη ζωη παύει να θεωρείται απόλυτο αγαθό και από την άλλη μεριά, τη μεριά της πολιτικής αντιβίας, και ιδιαίτερα την μεριά της «τρομοκρατίας», λαϊκής ή ατομικής.

Πέρα όμως από τους ηθικούς λόγους κάθε μορφή πολιτικής βίας είναι και πολιτικά ασύμβατη με μία πραγματική δημοκρατία. Και αυτό, διότι η φυσική βία βρίσκεται εκτός του πεδίου του λόγον διδόναι (του να δίνεις λόγο και λογαριασμό), που «συνεπάγεται αφ’ εαυτού την αναγνώριση της αξίας της αυτονομίας στη σφαίρα της σκέψης»[7] η οποία είναι συνώνυμη με τον ίδιο τον Λόγο. Με άλλα λόγια, όπως τονίζει η Hannah Arendt, «η ίδια η βία είναι ανίκανη για λόγο, και όχι απλώς ο λόγος είναι ανήμπορος όταν βρίσκεται αντιμέτωπος με τη βία […] στο βαθμό που η βία παίζει πρωταρχικό ρόλο στους πολέμους και στις επαναστάσεις, και οι δύο λαμβάνουν χώρα εκτός του πολιτικού πεδίου».[8] Η δημοκρατία επομένως, της οποίας η ίδια η βάση είναι ο Λόγος, είναι ασύμβατη με την πολιτική βία. Δεν είναι λοιπόν άξιο απορίας ότι η κλασική έννοια της πολιτικής, η οποία αναπτύχθηκε στην Αθηναϊκή Δημοκρατία, ήταν επίσης ασύμβατη με τη βία:[9]

Το να είναι κανείς πολιτικό ον, το να ζει σε μία πόλιν, σήμαινε ότι το κάθε τι αποφασιζόταν δια των λόγων και της πειθούς, και όχι με τον καταναγκασμό και τη βία. Κατά την αντίληψη των Ελλήνων για τον εαυτό τους, το να καταναγκάζεις τους ανθρώπους δια της βίας, το να προστάζεις αντί να πείθεις, ήταν προπολιτικοί τρόποι αντιμετώπισης των ανθρώπων, οι οποίοι χαρακτήριζαν την εκτός της πόλεως ζωή, την οικιακή και οικογενειακή ζωή, όπου η κεφαλή του σπιτιού κυβερνούσε με αδιαφιλονίκητες, δεσποτικές εξουσίες, ή τη ζωή στις βαρβαρικές αυτοκρατορίες της Ασίας, ο δεσποτισμός των οποίων συχνά παρομοιαζόταν με την οργάνωση του νοικοκυριού.

Πέρα όμως από τη θεμελιακή ασυμβατότητα της πολιτικής βίας σε κάθε μορφή της με το πολίτευμα της δημοκρατίας είναι γεγονός ότι σε μία παρόμοια μορφή κοινωνικής οργάνωσης εκλείπει και ο λόγος ύπαρξης πολιτικής βίας, είτε από τα πάνω είτε από τα κάτω. Ιδιαίτερα μάλιστα εάν η δημοκρατία αυτή παίρνει τη μορφή της Περιεκτικής Δημοκρατίας όπου κάθε μορφή δύναμης (πολιτική, οικονομική, κοινωνική) ισοκατανέμεται. Στην περίπτωση αυτή, δεν υπάρχει καν κίνητρο για τη γέννηση και αναπαραγωγή της πολιτικής βίας, εφόσον πρόκειται περί μίας αυτόνομης κοινωνίας, μολονότι φυσικά, εάν η δημοκρατία αυτή δεν είναι γενικευμένη και δεν έχει θεμελιωθεί μετά από μερικές γενιές πολιτών που εχουν γαλουχηθεί στη δημοκρατική Παιδεία, κανένας δεν μπορεί ν’ αποκλείσει την πιθανότητα ύπαρξης κάποιων νοσταλγών ολιγαρχικών καθεστώτων που θα ήταν πρόθυμοι να χρησιμοποιήσουν φυσική βία για τη φαλκίδευση της δημοκρατίας.

Εάν η πολιτική βία δεν είναι συμβατή με μία γνήσια δημοκρατία δεν ισχύει βέβαια το ιδιο για την παρωδία δημοκρατίας που αυτό-αποκαλείται αντιπροσωπευτική «δημοκρατία», ή ακόμη περισσότερο για άλλες μορφές πολιτεύματος ακόμη πιο αυταρχικές. Στις περιπτώσεις αυτές δεν μπορούμε να μιλάμε πια για γενική ασυμβατότητα της πολιτικής βίας εφόσον μιλάμε για πολιτεύματα τα οποία αφορούν ετερόνομες κοινωνίες, όπου ενδημεί η συστημική βία και συνακόλουθα η κρατική βία, που γεννούν τον κύκλο της πολιτικής βίας. Με δεδομένη τη πολιτική βία από τα πάνω, το θέμα που τίθεται τότε είναι εάν είναι επιτρεπτή η πολιτική αντιβία, ατομική ή συλλογική. Συγκεκριμένα σε σχέση με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας το ερώτημα είναι αν υπάρχει ασυμβατότητα μεταξύ του προτάγματος αυτού και της αντιβίας, πράγμα που θα έκανε αθέμιτη την αντιβία στη μεταβατική περίοδο για μία Περιεκτική Δημοκρατία. Με άλλα λόγια, το θέμα είναι εάν η πολιτική βία μπορεί να αιτιολογηθεί ως μέσο επίτευξης μίας γνήσιας δημοκρατίας, κάτι που μας φέρνει στο ζήτημα της «αντιπαράθεσης με το σύστημα», ένα θέμα που έχω συζητήσει στο παρελθόν στο διάλογό μου με τον Ted Trainer.[10] Όπως τόνισα σε εκείνον τον διάλογο, η αντιπαράθεση αυτή μπορεί να ειδωθεί υπό μία ευρεία ή μία στενή έννοια.

Υπό μία ευρεία έννοια, η αντιπαράθεση αυτή συμπεριλαμβάνει κάθε είδος δραστηριότητας που στοχεύει όχι απλώς στην παράκαμψη του συστήματος αλλά στην γενικότερη αντιπαράθεση με αυτό, σε κάθε στάδιο της μετάβασης σε μία νέα κοινωνία. Τέτοιες δραστηριότητες θα μπορούσαν να περιλαμβάνουν τόσο τις δραστηριότητες άμεσης δράσης και αλλαγής του τρόπου ζωής, όσο και άλλες μορφές δράσης που στοχεύουν στη δημιουργία εναλλακτικών θεσμών σε σημαντική κοινωνική κλίμακα (π.χ. η κατάληψη των τοπικών αρχών μέσω της εκλογικής διαδικασίας). Η προϋπόθεση για τον χαρακτηρισμό παρομοίων δραστηριοτήτων ως αντιπαρατιθέμενων με το σύστημα είναι να αποτελούν αναπόσπαστο τμήμα ενός μαζικού πολιτικού κινήματος για τη συστημική αλλαγή. Είναι σαφές ότι αυτός ο τύπος αντιπαράθεσης δεν συμπεριλαμβάνει κατ’ αρχήν τη χρήση φυσικής βίας, πέρα από την αυτοάμυνα, στην περίπτωση, λόγου χάρη, της άμεσης δράσης, αν και θα πρέπει να αναμένεται ότι οι ελίτ θα χρησιμοποιήσουν συστηματικά άλλες μορφές βίας ― ιδίως την οικονομική βία ― για να συντρίψουν ένα τέτοιο κίνημα.

Υπό μία στενή έννοια, η αντιπαράθεση σημαίνει τη φυσική αντιπαράθεση με τους μηχανισμούς της φυσικής βίας που μπορεί να χρησιμοποιήσουν οι ελίτ ενάντια σε ένα αντισυστημικό κίνημα και αναφέρεται αποκλειστικά στο τελικό στάδιο της μετάβασης προς μία εναλλακτική κοινωνία. Για το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, το εάν η μετάβαση σε μία Περιεκτική Δημοκρατία θα σηματοδοτήσει μία φυσική αντιπαράθεση με τις ελίτ θα εξαρτηθεί ολοσχερώς από τη στάση των τελευταίων στο τελικό στάδιο μετασχηματισμού της κοινωνίας, δηλ. στο εάν θα δεχθούν ειρηνικά μία τέτοια μετάβαση, ή θα προτιμήσουν αντ’ αυτού να χρησιμοποιήσουν φυσική βία για να τη συντρίψουν, όπως είναι το πιο πιθανό δοθέντος ότι αυτή η μετάβαση θα τους στερήσει τα προνόμιά τους.

Όπως προκύπτει από τα παραπάνω, η ατομική αντιβία είναι ασύμβατη με το πρόταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας τόσο για ηθικούς όσο και για πολιτικούς λόγους. Ειδικότερα για τους ηθικούς λόγους, πέρα από τον προαναφερθέντα όσον αφορά την απόλυτη άξια της ανθρώπινης ζωής στη μεταβατική περίοδο, προστίθεται ο λόγος ότι αποτελεί ηθική εξαχρείωση να χρησιμοποιούν οι καταπιεσμένοι τις ίδιες κτηνώδεις μεθόδους που υιοθετούν οι καταπιεστές ― κάτι που αναπόφευκτα τους εθίζει στην πολιτική βία, μέσω των αρνητικών μακροπρόθεσμων συνεπειών που έχει η χρήση της βίας στις προσωπικότητές τους. Όσον αφορά τους πολιτικούς λόγους, η γενική αρχή είναι ότι οι μόνες περιπτώσεις στις οποίες μπορεί να αιτιολογηθεί η πολιτική βία, όπως επεσήμανε η Hannah Arendt, είναι οι περιπτώσεις της επανάστασης[11] και, θα προσθέταμε, της συλλογικής ή ατομικής αυτοάμυνας κατά της βίας που πηγάζει από τις ελίτ.

Συμπερασματικά, με βάση τα παραπάνω, θα μπορούσαμε να υποθέσουμε ότι η μεν ατομική αντιβία και ιδιαίτερα η ατομική τρομοκρατία είναι ασύμβατη με το προταγμα της Περιεκτικής Δημοκρατίας, ενώ όσον αφορά τη συλλογική αντιβία, η μεν άμεση βία καθώς και οι διαδηλώσεις, εξεγέρσεις, επαναστάσεις είναι βέβαια απόλυτα συμβατές με το πρόταγμα αυτό για τη μεταβατική περίοδο προς μία γνήσια δημοκρατική κοινωνία, αλλά η λαϊκή τρομοκρατία, ο ανταρτοπόλεμος κ.λπ. είναι ασύμβατες μορφές αντιβίας, εκτός από τις εξαιρετικές περιπτώσεις όπου το κοινωνικό-οικονομικό σύστημα ουσιαστικά απαγορεύει κάθε μορφή συλλογικής αντιβίας.

Η βία των καταπιεστών και η βία των καταπιεσμένων

Η πείρα με τα χρόνια ότι

Τίποτα δεν καλυτερεύει

Μόνο χειροτερεύει

Η ταπείνωση του να μην μπορείς

Να αλλάξεις σχεδόν τίποτε…

Το παράδειγμα όσων αντιστέκονται

Να βομβαρδίζονται μέχρι να γίνουν σκόνη

 

John Berger[12]

 

Μολονότι όμως η λαϊκή τρομοκρατία είναι (κατά κανόνα) ασύμβατη με το δημοκρατικό πρόταγμα, και ως τέτοια απορριπτέα, αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούμε να εξισώσουμε όλες τις μορφές της πολιτικής βίας όπως κάνουν πολλοί σήμερα, ακόμη και στην Αριστερά, οι οποίοι υιοθετώντας, συνειδητά ή μη, τη λογική της υπερεθνικής ελίτ και των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων (που χρηματοδοτούνται άμεσα ή έμμεσα από αυτήν) «βάζουν στο ίδιο τσουβάλι» τη λαϊκή τρομοκρατία των καταπιεσμένων (π.χ. τους Παλαιστίνιους «βομβιστές αυτοκτονίας») με την κρατική βία των καταπιεστών.[13] Κατά την γνώμη μου, ανεξάρτητα από το ποιος είναι ο στόχος της πολιτικής βίας, η βία των καταπιεστών δεν πρέπει ποτέ να εξισώνεται με εκείνη των καταπιεσμένων για τους εξής λόγους:

Πρώτον, η βία των καταπιεστών είναι κατά κανόνα επιθετική και στο σημερινό κοινωνικό-οικονομικό σύστημα στοχεύει στην αναπαραγωγή της ανισότητας σε όλες της τις μορφές (πολιτική, οικονομική, κοινωνική, στρατιωτική), ενώ η βία των καταπιεσμένων είναι κατά κανόνα αμυντική. Ακόμη και στις περιπτώσεις όπου η βία των καταπιεσμένων είναι τυπικά επιθετική, όπως συμβαίνει όταν στοχεύει στην ανατροπή ενός καταπιεστικού καθεστώτος (όπως λόγου χάρη η παλαιστινιακή απελευθερωτική πάλη), ο χαρακτήρας της είναι στην ουσία αμυντικός εφόσον σκοπός της είναι η αποκατάσταση κάποιας μορφής αυτονομίας (πολιτικής, οικονομικής, εθνικής ή πολιτισμικής) την οποία σφετερίστηκε ο καταπιεστής.

Δεύτερον, οι καταπιεστές, δοθείσας της υπεροχής τους σε στρατιωτική δύναμη, έχουν πάντοτε τη δυνατότητα να επιλέγουν στόχους που δεν συνεπάγονται τη χρήση βίας αδιακρίτως κατά πολιτών ― ιδίως σήμερα, στην εποχή των κατευθυνόμενων με λέιζερ πυραύλων κ.λπ. Όταν επομένως δεν αξιοποιούν αυτή τη δυνατότητα αυτό οφείλεται σε εσκεμμένη απόφασή τους να τρομοκρατήσουν τους καταπιεσμένους μέχρι να υποταχθούν. Αυτός ήταν ο στόχος των «μαζικών πολέμων» που συνεπάγονταν το φόνο πολιτών αδιακρίτως, οι οποίοι ξεκίνησαν με τους Ναζιστικούς βομβαρδισμούς αμάχων στον Ισπανικό εμφύλιο και συνεχίστηκαν με τους ισοπεδωτικούς βομβαρδισμούς στη Δρέσδη, κατόπιν στο Βιετνάμ, στο Ιράκ, στο Αφγανιστάν κ.ο.κ. για να μην αναφερθούμε στο πυρηνικό ολοκαύτωμα στη Χιροσίμα και στο Ναγκασάκι. Από την άλλη μεριά, οι καταπιεσμένοι, δοθείσας της ίδιας ασυμμετρίας δύναμης, δεν έχουν πολλές εναλλακτικές λύσεις κατά την επιλογή των στόχων τους, ιδίως όταν αυτή η ασυμμετρία κάνει ανέφικτο ακόμη και τον ανταρτοπόλεμο. Αυτή είναι σήμερα η περίπτωση του βομβιστή αυτοκτονίας, που καταφεύγει στο έσχατο μέσο, δηλ. στη χρήση της ίδιας του της ζωής ως όπλου, σε ένα είδος απεγνωσμένης αντίδρασης ενάντια σε έναν πολύ ανώτερο (στρατιωτικά) καταπιεστή.

Σε αυτήν την προβληματική, μπορεί κανείς να καταλάβει εύκολα τα κίνητρα των Αράβων βομβιστών αυτοκτονίας[14] το Σεπτέμβριο του 2001, ή των Παλαιστινίων βομβιστών αυτοκτονίας στους μήνες που ακολούθησαν, οι οποίοι, αδυνατώντας να προκαλέσουν οιαδήποτε σημαντική στρατιωτική απώλεια σε έναν εχθρό που έχει προκαλέσει χιλιάδες θανάτους πολιτών στο Ιράκ και την Παλαιστίνη, καταφεύγουν σε αυτό το είδος της απεγνωσμένης τρομοκρατίας. Επομένως, ο μόνος ορθολογικός τρόπος με τον οποίο θα μπορούσε να κατανοήσει κανείς ενέργειες όπως οι βομβαρδισμοί αυτοκτονίας είναι ως μία ανορθολογική απάντηση στη σημερινή, πρωτοφανή στην Ιστορία, ασυμμετρία δύναμης, η οποία θεμελιώνεται στη συστημική βία που είναι ενσωματωμένη στη Νέα Διεθνή Τάξη. Αυτό σημαίνει ότι το ζήτημα για τη ριζοσπαστική Αριστερά δεν είναι απλώς εάν θα πρέπει να καβαλήσει ή όχι το τρένο της «αντιτρομοκρατίας» ― όπως έχουν κάνει οι περισσότεροι στην Αριστερά, κερδίζοντας στη διαδικασία την έγκριση των ΜΜΕ του κατεστημένου. Το πραγματικό ζήτημα είναι εάν υπάρχουν σήμερα (και ποιοι;) εναλλακτικοί τρόποι απάντησης στη συστημική βία των ελίτ ― κάτι που θα προσπαθήσουμε να σκιαγραφήσουμε στον Επίλογο.

Τέλος, ενώ οι καταπιεσμένοι, όντας θύματα καταπίεσης, είναι εξ ορισμού αθώοι, δεν ισχύει το ίδιο και για όσους ανήκουν στην άλλη πλευρά, δηλ. στην πλευρά η οποία άμεσα ή έμμεσα μετέχει στην καταπίεση, οι οποίοι είναι αθώοι υπό προϋποθέσεις. Δηλαδή, είναι αθώοι μόνο εφόσον υιοθετούν μία αντιθετική στάση στα εγκλήματα των ελίτ τους ― αν, ασφαλώς, έχουν επίγνωση αυτών. Ωστόσο, το κρίσιμο πρόβλημα εδώ είναι ότι, συνήθως, οι λαοί δεν έχουν επίγνωση των εγκλημάτων των ελίτ τους, ή, με δεδομένη τη δύναμη των ΜΜΕ να διαστρεβλώνουν τα γεγονότα, είναι συγχυσμένοι και έχουν μία ψευδή συνείδηση για αυτά.

Όμως, για να πάρουμε δύο επίκαιρα παραδείγματα, υπάρχουν πολλοί Αμερικανοί που έχουν πλήρη επίγνωση των εγκλημάτων των ελίτ τους, αλλά παρ’ όλα αυτά, σιωπηρά ή όχι, τα επιδοκιμάζουν, με τον προφανή στόχο να περιφρουρήσουν το προνομιακό επίπεδο διαβίωσής τους (π.χ. τη «φθηνή βενζίνη» για το αυτοκίνητο τους) ― μολονότι έχουν τη δύναμη να σταματήσουν τέτοια εγκλήματα, όπως έκαναν στον πόλεμο του Βιετνάμ όταν «τα δικά τους παιδιά» άρχισαν να επιστρέφουν σε φέρετρα.

Αντίστοιχα, υπάρχουν ακόμη περισσότεροι Σιωνιστές στο Ισραήλ και σε όλον τον κόσμο που, έχοντας επίσης πλήρη επίγνωση των εγκλημάτων του Ισραηλινού κράτους κατά των Παλαιστινίων, εν τούτοις, σιωπηρά ή όχι, τα επιδοκιμάζουν. Το κίνητρό τους είναι, υποτίθεται, η εξασφάλιση μίας εστίας για τους Εβραίους (η οποία, βέβαια θα μπορούσε να εξασφαλιστεί μέσω εναλλακτικών δημοκρατικών τρόπων, αντί ενός Σιωνιστικού κράτους) αλλά στην πραγματικότητα η στάση τους θεμελιώνεται στις εθνικιστικές/θρησκευτικές ιδεολογίες τους οι οποίες συχνά αγγίζουν τα όρια του ρατσισμού. Σε όλες αυτές τις περιπτώσεις δεν μπορεί κανείς παρά να συμφωνήσει με την Ellen Cantarow, μία Εβραία συγγραφέα, η οποία, μπροστά στα Ισραηλινά εγκλήματα στη Τζενίν και αλλού κατά τη βίαιη επίθεση του Απριλίου του 2002, φώναξε απελπισμένα: «όσοι δεν εκφράζονται ανοιχτά κατά των απεχθέστατων αυτών φρικαλεοτήτων είναι, δια της σιωπής τους, συνένοχοι. Όσοι αθωώνουν το Ισραήλ, ή απολογούνται για αυτό καθώς τις διαπράττει, είναι συνυπαίτιοι».[15]

Βέβαια, αυτό δεν ισχύει για το Κογκρέσο των ΗΠΑ του οποίου η ενοχή είναι ακόμη μεγαλύτερη, φθάνοντας τα όρια της ηθικής αυτουργίας. Αυτό εγινε φανερό λόγου χάρη όταν, την ίδια στιγμή που συσσωρευόταν η παγκόσμια αγανάκτηση κατά των εγκλημάτων του Ισραήλ στη Τζενίν και αλλού, το Κογκρέσο πέρασε ψήφισμα κατάφωρης υποστήριξης του σιωνιστικού κράτους, ευλογώντας την κτηνώδη στρατιωτική εκστρατεία του ως μία απόπειρα «διάλυσης της υποδομής των τρομοκρατών» στα παλαιστινιακά εδάφη, ενώ ο αρχηγός της πλειοψηφίας διακήρυσσε αδιάντροπα: «είμαι πρόθυμος να αφήσω το Ισραήλ να αρπάξει ολόκληρη τη Δυτική Όχθη»![16]

Η συστημική βία στη Νέα Διεθνή Τάξη

Δεν είναι συμπτωματικό ότι, ιστορικά, τόσο η κρατική καταστολή όσο και η αντιβία φούντωσαν στους τελευταίους δύο αιώνες. Αυτό συνέβη διότι η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» και η οικονομία της αγοράς, οι οποίες άνθισαν κατά τη διάρκεια της περιόδου αυτής, όχι μόνο θεσμοποίησαν τη συγκέντρωση της πολιτικής και οικονομικής εξουσίας (δηλ. τη συστημική βία) αλλά διευκόλυναν επίσης την ανάπτυξη της αντιβίας, κάποιες μορφές της οποίας αναγνωρίστηκαν ― κατόπιν αγώνων βέβαια ― ως νόμιμες. Δεν είναι επομένως άξιο απορίας ότι όπου υιοθετήθηκαν ακραίες μορφές κρατικής βίας, όπως λόγου χάρη στην περίπτωση στρατιωτικών καθεστώτων, αναπτύχθηκαν αντίστοιχα ακραίες μορφές αντιβίας, όπως ο ανταρτοπόλεμος και η λαϊκή τρομοκρατία.

Με την ανάδυση όμως της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης η αντιβία σε όλες της τις μορφές διευρύνθηκε παντού σημαντικά. Αυτό μπορεί άνετα να ερμηνευθεί σε συνάρτηση με την αντίστοιχη σημαντική διεύρυνση της συστημικής βίας (ή ακόμη και της κρατικής καταπίεσης) και την αλληλένδετη διεύρυνση της συγκέντρωσης της εξουσίας στα χέρια των αρχουσών ελίτ ― δηλαδή σε σχέση με την αυξανόμενη ασυμμετρία ανάμεσα σε εξουσιαστές και εξουσιαζομενους. Πέρα όμως από την αύξηση της ασυμμετρίας υπάρχει και ένα σημαντικό νέο στοιχείο. Οι προνομιούχες κοινωνικές ομάδες στους δύο τελευταίους αιώνες, δηλ. κατά τις περιόδους της φιλελεύθερης και της κρατικιστικής νεωτερικότητας,[17] είχαν εγκαθιδρύσει την εξουσία τους κυρίως μέσω του ελέγχου των κρατικών μηχανισμών. Ωστόσο, στο τελευταίο τέταρτο του αιώνα περίπου, δηλαδή κατά τη διάρκεια της παρούσας περιόδου της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας, οι ομάδες αυτές αναπαράγουν την εξουσία τους ολοένα και περισσότερο μέσω του ελέγχου των διεθνών θεσμών που εγκαθιδρύθηκαν από την υπερεθνική ελίτ, όπως θα δούμε στην συνέχεια. Η συζήτηση επομένως για την ένταση και τον χαρακτήρα της ασυμμετρίας δύναμης σήμερα μας οδηγεί αναπόφευκτα σε μία εξέταση του περιγράμματος της Νέας Διεθνούς Τάξης, την οποία έχω ήδη συζητήσει λεπτομερώς αλλού.[18] Θα περιοριστώ λοιπόν εδώ στη σκιαγράφηση των κύριων διαστάσεων της, οι οποίες είναι επίσης οι διαστάσεις της συστημικής βίας.

Αρχικά, θα πρέπει να σημειώσω ότι η έννοια της Νέας Διεθνούς Τάξης (ΝΔΤ) στο παρόν κείμενο έχει μικρή σχέση με τη συνήθη σημασία που δίνεται στον όρο αυτόν, η οποία αναφέρεται απλώς στις αλλαγές στο πολιτικό και στρατιωτικό επίπεδο που προέκυψαν από την κατάρρευση του Σοβιετικού μπλοκ και τον τερματισμό του Ψυχρού Πολέμου. Στο παρόν κείμενο, η ΝΔΤ αποκτά πολύ ευρύτερη σημασία που επεκτείνεται:

 

  • στο οικονομικό επίπεδο, όπως εκφράζεται από την ανάδυση της σημερινής νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης υπό τη μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, η οποία εξασφαλίζει τη συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής οικονομικής ελίτ.
  • στο πολιτικό-στρατιωτικό επίπεδο, όπως εκφράζεται από την ανάδυση μίας νέας άτυπης πολιτικής παγκοσμιοποίησης που εξασφαλίζει τη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια μίας νεο-εμφανισθείσας υπερεθνικής πολιτικής ελίτ;
  • στο ιδεολογικό επίπεδο, όπως εκφράζεται από την ανάπτυξη μίας νέας υπερεθνικής ιδεολογίας για τον περιορισμό η ακόμη και την κατάργηση της εθνικής κυριαρχίας (με πρόσχημα την προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, την καταπολέμηση της «τρομοκρατίας» κ.λπ.). Η ιδεολογία αυτή εκφράζει ένα είδους ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης για την αιτιολόγηση της μείωσης της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συμπληρώνει την αντίστοιχη μείωση της οικονομικής κυριαρχίας ως αποτέλεσμα της οικονομικής παγκοσμιοποίησης, ή τη δικαιολόγηση ακόμη και της κατάργησης της εθνικής κυριαρχίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ.

 

Ας έλθουμε όμως σε μία λεπτομερέστερη ανάλυση των σημερινών διαστάσεων της συστημικής βίας .

α. Η οικονομική διάσταση της συστημικής βίας

Όσον αφορά, πρώτον, την οικονομική διάσταση της συστημικής βίας σήμερα, η ανάδυση της νεοφιλελεύθερης νεωτερικότητας μπορεί να αποδοθεί σε σημαντικές δομικές αλλαγές (και στις συνέπειές τους στις παραμέτρους της κοινωνικής πάλης) που προκάλεσαν την κατάρρευση της κρατικιστικής μορφής της νεωτερικότητας, δηλ. της περιόδου της σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης η οποία διήρκησε από τα μέσα περίπου της δεκαετίας του 1930 ως τα μέσα της δεκαετίας του 1970.[19] Οι δομικές αυτές αλλαγές ήταν τεχνολογικές και κυρίως οικονομικές.

Οι τεχνολογικές αλλαγές, οι οποίες αναφέρονται κυρίως στην επανάσταση της πληροφορικής, αποτελούν μία παράλληλη (αν και όχι ανεξάρτητη από τις οικονομικές αλλαγές) διαδικασία που σηματοδότησε τη μετατόπιση της οικονομίας της αγοράς από τη βιομηχανική στην μεταβιομηχανική φάση της. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα δραστικές αλλαγές στη διάρθρωση της απασχόλησης και συνεπώς στην ταξική διάρθρωση των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς με σημαντικές πολιτικές και κοινωνικές επιπτώσεις. Ο αποδεκατισμός ιδιαίτερα της εργατικής τάξης οδήγησε στην εξασθένιση του εργατικού κινήματος και συνακόλουθα του σοσιαλιστικού κινήματος.[20]

Σε ότι αφορά τις οικονομικές αλλαγές τώρα, αυτές εξέφραζαν κυρίως την αυξανόμενη διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1950 και 1960, ως αποτέλεσμα της διεύρυνσης του ελευθέρου εμπορίου και της αντίστοιχης εξάπλωσης των νεοσύστατων πολυεθνικών επιχειρήσεων. Οι διευρυνόμενες ανάγκες των πολυεθνικών επιχειρήσεων οδήγησαν σε ένα άτυπο άνοιγμα των αγορών κεφαλαίου ― κυρίως μέσω της ανάπτυξης της αγοράς του ευρωδολαρίου (δεκαετία του 1970) ― το οποίο, ωστόσο, συνέβαλε αποφασιστικά στην μετέπειτα άρση των ελέγχων του συναλλάγματος και του κεφαλαίου.[21] Ωστόσο, η αυξανόμενη διεθνοποίηση είχε ως συνέπεια ότι η ανάπτυξη της οικονομίας της αγοράς βασιζόταν όλο και περισσότερο στη διεύρυνση της παγκόσμιας αγοράς αντί στην εγχώρια αγορά, κάνοντας τον κρατισμό (ο οποίος αναπτυσσόταν συνεχώς σε όλη τη περίοδο 1950-70 κάτω από την πίεση του εργατικού κινήματος) ασύμβατο με αυτήν, δεδομένων των αρνητικών επιπτώσεων του στην ανταγωνιστικότητα. Η κρίση στασιμοπληθωρισμού των αρχών της δεκαετίας του 1970 ήταν αποτέλεσμα της ασυμβατότητας αυτής ανάμεσα στον αναπτυσσόμενο κρατισμό και στην διεθνοποίηση και όχι, όπως υποστηρίζεται συνήθως από ορθόδοξους οικονομολόγους, αποτέλεσμα της πετρελαϊκής κρίσης, ή, όπως υποστηρίζουν οι Hardt & Negri,[22] αποτέλεσμα της συσσώρευσης των ταξικών αγώνων.      

Την ίδια στιγμή, οι παραπάνω αλλαγές στις «αντικειμενικές» συνθήκες δημιούργησαν αντίστοιχες αλλαγές στις «υποκειμενικές» συνθήκες, σε σχέση με την άνοδο του νεοφιλελεύθερου κινήματος και την παράλληλη εξασθένιση του συνδικαλιστικού και σοσιαλιστικού κινήματος

Σε αυτήν την προβληματική, οι ρυθμίσεις που υιοθέτησαν οι οικονομικές ελίτ για το άνοιγμα και την απελευθέρωση των αγορών, βασικά θεσμοποίησαν (αλλά δεν δημιούργησαν) τη σημερινή μορφή της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών ήταν απλώς τμήμα της ιστορικής τάσης για την ελαχιστοποίηση των κοινωνικών ελέγχων πάνω στις αγορές, ιδιαιτέρως εκείνων που είχαν ως στόχο την προστασία της εργασίας και του περιβάλλοντος, οι οποίοι παρεμπόδιζαν την οικονομική «αποτελεσματικότητα» και την κερδοφορία. Η συνδυασμένη συνέπεια των αλλαγών τούτων ήταν αυτό που αποκαλείται «νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση», η οποία εκφράζει ξεκάθαρα τις δομικές αλλαγές στην οικονομία της αγοράς και τις αντίστοιχες αλλαγές στις επιχειρηματικές ανάγκες της ύστερης νεωτερικότητας. Οι πολιτικές επομένως που εφαρμόζονται σήμερα για τη διαχείριση της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης είναι «συστημικές» πολιτικές τις οποίες κατέστησε αναγκαίες η δυναμική της οικονομίας της αγοράς την οποία και εκφράζουν. Η ρεφορμιστική Αριστερά,[23] όμως, η οποία ουδέποτε συνέλαβε τη σπουδαιότητα των σημερινών μνημειωδών αλλαγών στο οικονομικό επίπεδο και των αντίστοιχων συνεπειών στο πολιτικό, στρατιωτικό και ιδεολογικό επίπεδο, βλέπει σε αυτές τις πολιτικές καπιταλιστικές «συνωμοσίες» που φέρονται εις πέρας από αδίστακτες νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις και ξεπεσμένα κεντρο-Αριστερά κόμματα!

Το σύστημα αυτό λειτουργεί ήδη ως μία αυτο-ρυθμιζόμενη αγορά στην οποία τα συμφέροντα των ελίτ που την ελέγχουν ικανοποιούνται πλήρως, σχεδόν «αυτόματα», μέσω της απλής λειτουργίας των δυνάμεων της αγοράς. Στην πραγματικότητα, τόσο η οικονομική θεωρία (η ριζοσπαστική, αλλά ακόμη και τμήματα της ορθόδοξης) όσο και τα εμπειρικά στοιχεία μπορούν να δείξουν ότι το άνοιγμα και η απελευθέρωση των αγορών ― που αποτελούν την ουσία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης ― με δεδομένες τις άνισες αρχικές συνθήκες, αναπόφευκτα οδηγούν στην παραπέρα συγκέντρωση εισοδήματος, πλούτου και δύναμης. Ακόμη και τα επίσημα στατιστικά στοιχεία άλλωστε επιβεβαιώνουν την τεράστια συγκέντρωση εισοδήματος και πλούτου, ως αποτέλεσμα της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, και φανερώνουν την οικονομική διάσταση της συστημικής βίας. Έτσι, στο τέλος της προηγούμενης δεκαετίας, το πλουσιότερο 20% του παγκόσμιου πληθυσμού ελάμβανε το 86% του παγκόσμιου Ακαθάριστου Εγχώριου Προϊόντος (έναντι του 1% του φτωχότερου 20%) και έλεγχε το 82% των παγκόσμιων εξαγωγών και το 68% των ξένων άμεσων επενδύσεων![24]

β. Η πολιτικοστρατιωτική διάσταση της συστημικής βίας

Περνώντας τώρα στην πολιτικοστρατιωτική διάσταση της ΝΔΤ, είναι προφανές ότι μία υπερεθνική οικονομία χρειάζεται τη δική της υπερεθνική ελίτ. Με άλλα λόγια, η παγκοσμιοποίηση δεν μπορεί να θεωρηθεί μονάχα με όρους εμπορίου, επενδύσεων και επικοινωνιών, αλλά απαιτεί επίσης μία πολιτική και στρατιωτική διάσταση, η οποία παλιότερα ανήκε στη σφαίρα των εθνών-κρατών και σήμερα της υπερεθνικής ελίτ. Η ανάδυση μίας τέτοιας ελίτ έχει ήδη γίνει αντικείμενο θεωρητικής ανάλυσης τόσο από τη Μαρξιστική σκοπιά[25] όσο και από τη σκοπιά της Περιεκτικής Δημοκρατίας,[26] ενώ οι αποδείξεις γύρω από αυτήν τεκμηριώνονται ολοένα και περισσότερο.

Η υπερεθνική ελίτ μπορεί να οριστεί ως η ελίτ, η δύναμη της οποίας (οικονομική, πολιτική ή γενικότερα κοινωνική) συνδέεται με τη δράση της σε υπερεθνικό επίπεδο. Αποτελείται από προέδρους διοικητικών συμβουλίων μεγάλων επιχειρήσεων, μείζονες μετόχους εταιρειών, διευθυντικά στελέχη πολυεθνικών επιχειρήσεων, γραφειοκράτες και επαγγελματίες πολιτικούς που στελεχώνουν μείζονες διεθνείς οργανισμούς ή τους κρατικούς μηχανισμούς στις μείζονες οικονομίες της αγοράς, καθώς και σημαντικούς ακαδημαϊκούς και ερευνητές στα διάφορα διεθνή ιδρύματα, μέλη think tanks και ερευνητικών τμημάτων των μειζόνων διεθνών πανεπιστήμιων, στελέχη υπερεθνικών ΜΜΕ κ.λπ. Τα μέλη της κατέχουν κυρίαρχη θέση εντός της κοινωνίας, ως αποτέλεσμα της οικονομικής, πολιτικής ή ευρύτερα κοινωνικής δύναμής τους και, εν αντιθέσει προς τις εθνικές ελίτ, έχουν πλήρη συνείδηση του γεγονότος ότι ο καλύτερος τρόπος για να εξασφαλίσουν την προνομιούχα θέση τους, δεν είναι η διασφάλιση της αναπαραγωγής κάποιου πραγματικού ή φανταστικού έθνους-κράτους, αλλά, αντίθετα, η διασφάλιση της παγκόσμιας αναπαραγωγής του θεσμικού πλαισίου στο οποίο θεμελιώνεται η ΝΔΤ: το σύστημα της οικονομίας της αγοράς στη σημερινή νεοφιλελεύθερη διεθνοποιημένη μορφή του και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία». Με άλλα λόγια, η νέα υπερεθνική ελίτ βλέπει τα συμφέροντά της να συναρτώνται περισσότερο με τις διεθνείς παρά με τις εθνικές αγορές και δεν βασίζεται σε ένα μόνο έθνος-κράτος αλλά είναι ένας αποκεντρωμένος μηχανισμός κυριαρχίας δίχως εδαφικό κέντρο εξουσίας, παρά την πολιτικο-στρατιωτική υπεροχή των μελών της που εχουν έδρα τις ΗΠΑ έναντι των υπόλοιπων μελών.

Η ελίτ αυτή είναι προφανώς άτυπη και όχι θεσμοποιημένη. Όπως δηλαδή η οικονομική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μία άτυπη συγκέντρωση της οικονομικής εξουσίας στα χέρια των μελών της οικονομικής ελίτ, η πολιτική παγκοσμιοποίηση εκφράζει μία άτυπη συγκέντρωση της πολιτικής εξουσίας στα χέρια των μελών της πολιτικής ελίτ. Με άλλα λόγια, η οικονομική ελίτ αποτελεί εκείνο το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς, ενώ η πολιτική ελίτ αποτελεί εκείνο το τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που ελέγχει την καθαρά πολιτική/στρατιωτική διάσταση της ΝΔΤ. Και εάν οι κύριοι θεσμοί που εξασφαλίζουν την συγκέντρωση της οικονομικής και πολιτικής εξουσίας στα χέρια της υπερεθνικής ελίτ, είναι, όπως είδαμε παραπάνω, η οικονομία της αγοράς και η αντιπροσωπευτική «δημοκρατία» αντίστοιχα, οι κύριοι οργανισμοί μέσω των οποίων η υπερεθνική ελίτ ασκεί τον άτυπο έλεγχό της είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ), η Βορειοαμερικανική Συμφωνία για το Ελεύθερο Εμπόριο (NAFTA), η Ομάδα των 7+1 (G8), o Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (ΠΟΕ), το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο (ΔΝΤ), η Παγκόσμια Τράπεζα, ο Οργανισμός Βορειοατλαντικού Συμφώνου (ΝΑΤΟ), και το Συμβούλιο Ασφαλείας του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών (ΟΗΕ).

Οι τρεις «πόλεμοι» που έχει εξαπολύσει η υπερεθνική ελίτ ως τώρα (δηλ. ο πόλεμος στον Κόλπο,[27] ο πόλεμος στο Κόσοβο[28] και ο υπό εξέλιξη «πόλεμος κατά της τρομοκρατίας» ― Αφγανιστάν, Ιράκ), είναι περιπτώσεις που τεκμηριώνουν την ύπαρξη ενός άτυπου συστήματος υπερεθνικής διακυβέρνησης, μίας πολιτικής παγκοσμιοποίησης η οποία κατευθύνεται από μία υπερεθνική ελίτ. Ο άτυπος χαρακτήρας της πολιτικής παγκοσμιοποίησης επιβάλλεται όχι μόνο από την ανάγκη να διατηρηθεί το προσωπείο μίας λειτουργικής αντιπροσωπευτικής «δημοκρατίας» όπου οι τοπικές ελίτ υποτίθεται πως ακόμη παίρνουν τις σημαντικές αποφάσεις αλλά και από την ανάγκη να διαφυλαχθεί το μονοπώλιο της βίας του έθνους-κράτους στο εσωτερικό. Το εσωτερικό μονοπώλιο της βίας είναι ιδιαίτερα απαραίτητο ώστε οι τοπικές ελίτ να έχουν την ικανότητα ελέγχου των πληθυσμών τους γενικά και της κίνησης της εργασίας ειδικότερα, πράγμα που ενισχύει την ελεύθερη ροή του κεφαλαίου και των εμπορευμάτων.

Η πολιτική αυτή παγκοσμιοποίηση χαρακτηρίζεται από πολλούς, όπως ο Niall Ferguson, καθηγητής της Ιστορίας στο Παν. της Οξφόρδης, ως η σημερινή μορφή του ιμπεριαλισμού:[29]

η πολιτική παγκοσμιοποίηση, η οποία ενέχει την επιβολή των θεσμών και αξιών μας επάνω στους άλλους, είναι ενός εξωραϊστικός όρος για τον ιμπεριαλισμό που, όπως και να τον μεταμφιέσεις, οποιαδήποτε ρητορεία και να χρησιμοποιήσεις, δεν διαφέρει πολύ στην πράξη από αυτό που έκανε η Μεγ. Βρετανία τον 18ο και 19ο αιώνα. Άλλωστε ήδη έχουμε προηγούμενα. Ο νέος ιμπεριαλισμός ήδη λειτουργεί στη Βοσνία, το Κόσσοβο και το Ανατ. Τιμόρ.

Όμως, η ορολογία «ιμπεριαλισμός» παραπέμπει σε προηγούμενο στάδιο της οικονομίας της αγοράς που δεν έχει σχέση με την σημερινή διεθνοποιημένη μορφή της. Ο ιμπεριαλισμός θεμελιωνόταν πάνω στα κράτη-έθνη ενώ η σημερινή πολιτική παγκοσμιοποίηση κτίζεται πάνω στην οικονομική παγκοσμιοποίηση η οποία, παρά τα φληναφήματα της ρεφορμιστικής Αριστεράς ότι…καταρρέει,[30] είναι ένα καινούριο φαινόμενο και δεν ελέγχεται από κάποια συγκεκριμένη εθνική ελίτ. Το γεγονός άλλωστε αυτό είναι ο κύριος λόγος που επιβάλλει και τον άτυπο χαρακτήρα της σημερινής πολιτικής παγκοσμιοποίησης, πράγμα που είναι συμβατό και με το ότι οι εθνικές ταυτότητες δεν εξαφανίζονται αλλά εξακολουθούν να είναι σημαντικές, παρά την πολιτιστική ομογενοποίηση που επιφέρει η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Τέλος, αυτή η μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης, με δεδομένη τη δυσανάλογη στρατιωτική δύναμη που κατέχει η Αμερικανική ελίτ, καθιερώνει και την άτυπη πολιτικο-στρατιωτική πρωτοκαθεδρία της σε σχέση με τα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ.

Παρά την επικράτηση όμως εντός της υπερεθνικής ελίτ των στοιχείων που έχουν ως έδρα τις ΗΠΑ, είναι ξεκάθαρο ότι αυτή δεν αποτελείται μόνο από Αμερικάνους και ότι επομένως είναι εσφαλμένο να μιλά κανείς για μία «Αμερικάνικη αυτοκρατορία». Η άτυπη ηγεμονία της αμερικανικής ελίτ στη σημερινή μορφή πολιτικής παγκοσμιοποίησης είναι μόνο το αποτέλεσμα της άνισης κατανομής της πολιτικής/ στρατιωτικής δύναμης μεταξύ των μελών της υπερεθνικής ελίτ. Αυτό είναι ιδιαιτέρως σημαντικό αν λάβουμε υπόψιν το γεγονός ότι η υπερεθνική ελίτ, όπως και οι εθνικές ελίτ, δεν είναι ασφαλώς ένα μονολιθικό σώμα, και ότι υπάρχουν σημαντικές διαιρέσεις στο εσωτερικό της. Εν τούτοις, οι διαιρέσεις αυτές δεν αναφέρονται στον κοινό στόχο της προστασίας της σταθερότητας του καθολικού θεσμικού πλαισίου (καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση και αντιπροσωπευτική «δημοκρατία») αλλά στους τρόπους και τα μέσα που χρησιμοποιούνται για να επιτευχθεί αυτή. Τέτοιες διαιρέσεις γίνονται ιδιαιτέρως σημαντικές σήμερα υπό το φως της επιδεινούμενης πολυδιάστατης κρίσης, κυρίως όσον αφορά την οικονομική και οικολογική της διάσταση αλλά, όπως έδειξε το θέμα του Ιράκ και τη πολιτική της διάσταση. Τις διαιρέσεις αυτές φανερώνει η σύγκρουση απόψεων ανάμεσα στα «συντηρητικά» στοιχεία της υπερεθνικής ελίτ (με έδρα τους κυρίως τις ΗΠΑ και την Βρετανία) και τα «προοδευτικά» στοιχεία (με έδρα τους κυρίως τον Γαλλογερμανικό άξονα στην Ευρώπη).

Ένα παράδειγμα της διαίρεσης αυτής είναι η διαμάχη γύρω από τη συνθήκη του Κιότο, η οποία έχει επικυρωθεί από όλα τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ εκτός από την αμερικανική ελίτ. Μία παρόμοια διαίρεση έχει προκύψει όσον αφορά την αυξανόμενη συγκέντρωση οικονομικής εξουσίας την οποία συνεπάγεται η νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Οι Ευρωπαϊκές ελίτ, έχοντας να αντιμετωπίσουν ισχυρότερες αντιδράσεις κατά της νεοφιλελεύθερης φιλοσοφίας από ότι οι Αμερικανοί ομόλογοί τους (λόγω των ισχυρότερων σοσιαλιστικών/ σοσιαλδημοκρατικών παραδόσεων στην Ευρώπη), προτείνουν διάφορα μέτρα για την ελάττωση της απόλυτης (αλλά όχι της σχετικής) φτώχειας, και ακολουθούν μία πολιτικής πλήρους ενσωμάτωσης της Κίνας, της Ρωσίας και των κρατών-«ταραξιών» στη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς με οικονομικά μέσα, αντί της αλλοτρίωσής τους μέσω επιθετικών πολιτικών και στρατιωτικών στρατηγικών. Με άλλα λόγια, στόχος των Ευρωπαϊκών τμημάτων της υπερεθνικής ελίτ είναι η δημιουργία μίας «καπιταλιστικής παγκοσμιοποίησης με ανθρώπινο πρόσωπο» η οποία δεν μεταβάλλει τα ουσιώδη στοιχεία της ΝΔΤ.[31] Τέλος, οι διαιρέσεις εντός της υπερεθνικής ελίτ αναφορικά με τις μελλοντικές φάσεις του πολέμου κατά της τρομοκρατίας, με αποκορύφωση τις διαφωνίες που ανέκυψαν σχετικά με την εισβολή των αγγλοσαξονικών τμημάτων της ελίτ στο Ιράκ, είναι άλλη μία ένδειξη των εσωτερικών διαφωνιών που ανακύπτουν στην υπερεθνική ελίτ.

Με δεδομένη όμως την υπεροχή των αμερικανικών τμημάτων της ελίτ, είναι αναμενόμενο ότι η οποιαδήποτε συναίνεση μεταξύ των διαφόρων τάσεων στους κόλπους της πάνω σε θέματα στρατηγικής και τακτικής θα εκφράζει κυρίως τις θέσεις των ΗΠΑ. Ιδίως σήμερα, που είναι φανερό ότι τα αμερικανικά τμήματα της ελίτ έχουν εγκαθιδρύσει μία μακροπρόθεσμη υπεροχή ως προς τα άλλα τμήματά της, όχι μόνο στο στρατιωτικό επίπεδο, όπου τα γεγονότα του Σεπτεμβρίου του 2001 τους έδωσαν την ευκαιρία να λειτουργούν ως χωροφύλακας της ΝΔΤ, αλλά επίσης και στο οικονομικό επίπεδο. Θα πρέπει εδώ να σημειωθεί ότι δεν αναφέρομαι σε συγκυριακά σκαμπανεβάσματα αλλά στην αδιαφιλονίκητη θέση των ΗΠΑ στην επανάσταση της πληροφορικής, η οποία τους θέτει πολύ πιο μπροστά από τους ανταγωνιστές τους στην Άπω Ανατολή και στην Ευρώπη. Μία ξεκάθαρη ένδειξη της Αμερικανικής επικράτησης μέσα στην υπερεθνική ελίτ είναι το γεγονός ότι ενώ στο τέλος της δεκαετίας του 1980 οκτώ από τις δέκα μεγαλύτερες πολυεθνικές στον κόσμο ήταν Ιαπωνικές, μία δεκαετία αργότερα ήταν και οι δέκα Αμερικανικές.[32]

Τέλος, πρέπει να προσθέσω εδώ ότι η Νέα Πολιτική Τάξη, η οποία είναι το απαραίτητο συμπλήρωμα της Νέας Οικονομικής Τάξης που βασίζεται στη νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση, δεν ορίζεται μόνο από την άτυπη δομή πολιτικής παγκοσμιοποίησης που εξέτασα παραπάνω, αλλά επίσης από μία σημαντική θεσμική αλλαγή: την αναθεώρηση του ρόλου του ΝΑΤΟ από το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον το 1999. Όπως είναι γνωστό, το ΝΑΤΟ ιδρύθηκε το 1949 ως οργανισμός συλλογικής άμυνας απέναντι στην κομμουνιστική «απειλή» που έθετε το Σοβιετικό μπλοκ. Η καρδιά του Βορειοατλαντικού Συμφώνου ήταν το Άρθρο 5, στο οποίο τα συμβαλλόμενα μέλη «συμφωνούν ότι μία ένοπλη επίθεση εναντίον ενός ή περισσοτέρων από αυτά στην Ευρώπη ή τη Βόρεια Αμερική θα θεωρείται ως επίθεση ενάντια σε όλα». Το ίδιο άρθρο, μάλιστα, επικαλέσθηκε η υπερεθνική ελίτ για να εμπλέξει το ΝΑΤΟ στο σημερινό πόλεμο κατά της τρομοκρατίας. Όμως, η σύνοδος κορυφής στη Ουάσιγκτον το 1999, που καθιέρωσε ένα διευρυμένο ΝΑΤΟ το οποίο περιελάμβανε αρκετές χώρες του πρώην Σοβιετικού μπλοκ, υιοθέτησε μία νέα «στρατηγική αντίληψη»[33] η οποία άλλαξε ριζικά τη φύση αυτού του κρίσιμου στρατιωτικού οργανισμού στον οποίο συμμετέχουν όλες οι κύριες αναπτυγμένες οικονομίες της αγοράς (εκτός της Ιαπωνίας).

Το νέο καταστατικό του ΝΑΤΟ αναθεώρησε τον ρόλο του ΝΑΤΟ, από εκείνον του οργανισμού αμοιβαίας άμυνας ενός αριθμού εθνών-κρατών που είχαν συμμαχήσει ενάντια στο Σοβιετικό μπλοκ, σε αυτόν του κύριου στρατιωτικού θεσμού της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς. Όπως δηλώνει ρητά το νέο καταστατικό,[34] «η Συμμαχία επομένως όχι μόνο διασφαλίζει την άμυνα των μελών της, αλλά συμβάλλει στην ειρήνη και τη σταθερότητα στην περιφέρεια αυτή». Εν συνεχεία, σε μία ενότητα με τίτλο «Το εξελισσόμενο στρατηγικό περιβάλλον», το κείμενο καταστρώνει τη σχέση μεταξύ ΝΑΤΟ και ΟΗΕ δηλώνοντας ότι «το Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών έχει την πρωταρχική ευθύνη για τη διατήρηση της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας».[35] Ενδεικτικό είναι ότι κατά τη διάρκεια της συνόδου κορυφής, ο Πρόεδρος Chirac ερμήνευσε τη διάταξη αυτήν ως έχουσα τη σημασία πως το ΝΑΤΟ δεν θα μπορούσε να δράσει δίχως εξουσιοδότηση από τον ΟΗΕ, αλλά η ερμηνεία αυτή αντικρούστηκε αμέσως από τον γενικό γραμματέα Solana ο οποίος δήλωσε πως δεν είναι απαραίτητο ένα ψήφισμα του Συμβουλίου Ασφαλείας για να γίνει μία επέμβαση εκτός της περιοχής του ΝΑΤΟ.[36] Το ζήτημα βέβαια αυτό επιλύθηκε στην πράξη, με τον πόλεμο του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας και με τον νέο πόλεμο κατά του Ιράκ: όταν η υπερεθνική ελίτ δεν μπορεί να εξασφαλίσει τις ψήφους όλων των μονίμων μελών του Συμβουλίου Ασφαλείας του ΟΗΕ διότι κάποια μέλη της έχουν διαφορετικές αντιλήψεις για τη στρατηγική η τακτική τότε η Αμερικανική ελίτ, μαζί με όσα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ συμφωνούν, δεν έχει κανέναν δισταγμό να ξεκινήσει στρατιωτική δράση δίχως προηγούμενη εντολή από τον ΟΗΕ!

Παρακάτω, σε μία ενότητα με τίτλο «Κίνδυνοι και προκλήσεις για την Ασφάλεια», ορίζεται με σαφήνεια η νέα στρατηγική αντίληψη και γίνεται σαφής ο μετασχηματισμός του ΝΑΤΟ από μία αμυντική συμμαχία που προστατεύει συγκεκριμένες περιοχές από την κομμουνιστική απειλή, σε μία επιθετική συμμαχία που προστατεύει μία ασαφώς καθορισμένη ευρεία περιοχή («το εσωτερικό και ο περίγυρος της Ευρωατλαντικής περιοχής, καθώς και η περιφέρεια της Συμμαχίας») από μία σειρά αόριστων «κινδύνων».[37] Στην πραγματικότητα, κάθε είδος σύγκρουσης (συμπεριλαμβανομένων των «τρομοκρατικών ενεργειών» και «της διατάραξης της ροής ζωτικών πόρων») εντός αυτής της ευρέως ορισμένης γεωγραφικής περιοχής, που θα απειλούσε ενδεχομένως, άμεσα ή έμμεσα, τη σταθερότητα της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, μπορεί να θεωρηθεί ως απειλή κατά της Συμμαχίας.[38] Δεν είναι λοιπόν περίεργο που ήδη Αμερικανοί αναλυτές προεξοφλούν ότι το ΝΑΤΟ θ’ αναλάβει «ειρηνευτικά» καθήκοντα στο Ιράκ, όταν παγιωθεί η «τάξη» μετά την ανατροπή του Ιρακινού καθεστώτος![39]

Ο νέος ρόλος του ΝΑΤΟ ως υπερασπιστή της υπερεθνικής ελίτ και των παγκόσμιων συμφερόντων της είναι επομένως προφανής από το Σύμφωνο της Ουάσιγκτον. Επιπλέον, παρ’ όλο που σιφωνά με τις παραπάνω διατυπώσεις υποτίθεται ότι όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ μετέχουν στον ορισμό μίας «κατάστασης κινδύνου» και στην πρόταση των κατάλληλων μέτρων που θα πρέπει να ληφθούν, είναι προφανές ότι, δεδομένης της αμερικανικής ηγεμονίας, βασικά είναι το Αμερικανικό τμήμα της υπερεθνικής ελίτ που αναλαμβάνει την ευθύνη για την υπεράσπιση της Νέας Τάξης. Δεν είναι επομένως άξιο απορίας ότι το Πεντάγωνο διακήρυξε ρητά ότι «μία ευημερούσα, βασικά δημοκρατική και προσανατολισμένη προς την αγορά, ζώνη ειρήνης και ευημερίας που περικλείει πάνω από τα δύο τρίτα της παγκόσμιας οικονομίας», απαιτεί τη «σταθερότητα», που μόνο η Αμερικανική «ηγεσία μπορεί να παρέχει».[40] Η προστασία της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και του ελευθέρου εμπορίου εξαρτώνται επομένως από τις στρατιωτικές δεσμεύσεις και τη στρατιωτική δύναμη των ΗΠΑ. Ένας μάλιστα σημαίνων αρθρογράφος των New York Times[41] ήταν ακόμη πιο ειλικρινής πάνω στο θέμα αυτό όταν τόνισε πως: «Για να λειτουργήσει επιτυχώς η παγκοσμιοποίηση, δεν πρέπει να διστάζει η Αμερική να ενεργεί ως η πελώρια υπερδύναμη που είναι […] Η αόρατη χείρα της αγοράς ουδέποτε θα λειτουργήσει δίχως μία αόρατη γροθιά […] και η αόρατη γροθιά που διαφυλάσσει τον κόσμο για τις τεχνολογίες της Silicon Valley ονομάζεται Αμερικανικός Στρατός, Αεροπορία, Ναυτικό και Σώμα Πεζοναυτών».

Ωστόσο, το γεγονός ότι η στρατιωτική ηγεμονία των ΗΠΑ αναγνωρίζεται από όλα τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ δεν σημαίνει ότι δεν υπάρχουν τμήματά της που θα προτιμούσαν κάποιον βαθμό ανεξαρτησίας από τις ΗΠΑ. Τα Γαλλικά τμήματα της υπερεθνικής ελίτ, πιο συγκεκριμένα, επιθυμούν να δημιουργήσουν μία ανεξάρτητη στρατιωτική δύναμη της ΕΕ με στόχο τον μετριασμό της Αμερικανικής κυριαρχίας πάνω στα άλλα μέλη της υπερεθνικής ελίτ. Όμως, όπως θα μπορούσε να περιμένει κανείς υπό το φως της σχετικής στρατιωτικής αδυναμίας των Ευρωπαϊκών ελίτ, τέτοιες επιθυμίες δεν μπορούν να υπερβούν το στάδιο των ευσεβών πόθων. Η πρόσφατη τεράστια αύξηση στις στρατιωτικές δαπάνες των ΗΠΑ που εξαγγέλθηκε από την κυβέρνηση Bush, σύμφωνα με τον καθηγητή Paul Kennedy του πανεπιστημίου Yale, θα έχει ως αποτέλεσμα οι ΗΠΑ να ξοδεύουν κάθε χρόνο περισσότερα για την «άμυνα» από τις επόμενες εννέα χώρες μαζί![42] Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι, παρ’ όλο που η Συνθήκη της Νίκαιας που υπέγραψαν τα μέλη της ΕΕ το Φεβρουάριο του 2001 δηλώνει σαφώς πως η κοινή εξωτερική πολιτική και η κοινή πολιτική ασφάλειας θα περιλαμβάνει «όλα τα ζητήματα που σχετίζονται με την ασφάλεια της Ένωσης», στη συνέχεια ουσιαστικά αναιρεί κάθε δυνατότητα αυτονόμησης των Ευρωπαϊκών ελίτ από την Αμερικανική όταν, σε ένα μακροσκελές παράρτημα, ορίζει πως «το ΝΑΤΟ παραμένει η βάση της συλλογικής άμυνας των μελών του και θα εξακολουθήσει να παίζει έναν σημαντικό ρόλο στη διαχείριση κρίσεων. Η ανάπτυξη της Ευρωπαϊκής πολιτικής ασφάλειας και άμυνας θα συμβάλλει στη βιωσιμότητα ενός ανανεωμένου υπερατλαντικού συνδέσμου».[43] Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι οποιαδήποτε Ευρωπαϊκή αμυντική δύναμη τελικά προκύψει θα είναι πλήρως ενσωματωμένη στο ΝΑΤΟ, εξασφαλίζοντας έτσι τη στρατιωτική ηγεμονία της αμερικανικής ελίτ και, κατ’ ουσίαν, θα παίζει συμπληρωματικό, και όχι ανταγωνιστικό, ρόλο προς αυτήν.

Είναι όμως σημαντικό ότι το νέο καταστατικό του ΝΑΤΟ, άμεσα ή έμμεσα, ξεκαθαρίζει πως ο τύπος πολέμων που αναμένεται στο μέλλον δεν έχει καμία σχέση ούτε με το είδος πολέμων μεταξύ των αναπτυγμένων οικονομιών της αγοράς που αποκορυφώθηκαν στους δύο παγκόσμιους πολέμους και σημάδευσαν τον 20ο αιώνα, αλλά ούτε και με εκείνους μεταξύ των δύο ψυχροπολεμικών μπλοκ που πρόσμενε το αρχικό καταστατικό του ΝΑΤΟ. Με αυτή την έννοια, το νέο καταστατικό του ΝΑΤΟ εκφράζει επακριβώς την προβληματική της υπερεθνικής ελίτ γύρω από τους πολέμους στη ΝΔΤ. Θα μπορούσαμε να περιγράψουμε ως εξής την προβληματική που προκύπτει έμμεσα από το νέο καταστατικό.

Όσον αφορά, πρώτον, τους πολέμους μεταξύ των μειζόνων οικονομιών της αγοράς, η ομαλή λειτουργία μίας αυτορυθμιζόμενης διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, η οποία περιλαμβάνει την ελεύθερη διακίνηση εμπορευμάτων και κεφαλαίου, είναι ασύμβατη με οικονομικούς αποκλεισμούς (εμπάργκο) και στρατιωτικές δραστηριότητες. Επομένως, η σημερινή διεθνοποίηση της οικονομίας της αγοράς κάνει περιττές, αν όχι αδύνατες, τέτοιες συγκρούσεις μεταξύ των μειζόνων οικονομιών της αγοράς. Σήμερα, τα έθνη-κράτη αποτελούν ουσιαστικά τις κοινότητες της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και δουλειά τους είναι να παρέχουν, με το μικρότερο δυνατό κόστος, την υποδομή και τα «δημόσια αγαθά» που απαιτούνται για την αποτελεσματική λειτουργία των επιχειρήσεων.[44] Είναι δηλαδή σαφώς ενάντια στο γενικότερο συμφέρον της υπερεθνικής ελίτ το να επιτρέψει να εκδηλωθούν στρατιωτικές συγκρούσεις μεταξύ των μειζόνων οικονομιών της αγοράς, δηλ. μεταξύ μελών της Τριάδας (ΕΕ, NAFTA και Ιαπωνία), στην οποία εχουν την έδρα τους όλα τα μέλη της υπερεθνικής ελίτ. Επιπλέον, δεν είναι δύσκολο να αντιληφθεί κανείς πως, στο πλαίσιο αυτής της διεθνοποιημένης οικονομίας, είναι αδιανόητη, κάθε απόπειρα μίας χώρας ή ενός οικονομικού μπλοκ να χρησιμοποιήσει στρατιωτική βία εναντίον μίας άλλης χώρας ή ενός άλλου μπλοκ εντός της Τριάδας, καθώς αυτό θα επίφερε άμεσες κυρώσεις από τις παγκόσμιες χρηματοπιστωτικές αγορές, με πρώτο θύμα το ίδιο το νόμισμά της επιτιθέμενης χώρας ή μπλοκ. Αντίστοιχα, ένας γενικευμένος πόλεμος, σαν τους δύο προηγούμενους παγκόσμιους πολέμους, θα οδηγούσε τη διεθνοποιημένη οικονομία της αγοράς στην κατάρρευση, μέσω του κραχ των διεθνοποιημένων χρηματιστηρίων και της χρεοκοπίας των πολυεθνικών επιχειρήσεων που θα έπρεπε να περιορίσουν δραστικά τις δραστηριότητές τους.

Όμως, μολονότι οι πόλεμοι μεταξύ των χωρών της Τριάδας αποκλείονται, δεν ισχύει το ίδιο όσον αφορά τους πολέμους μεταξύ αυτών και χωρών στην περιφέρεια και στην ημιπεριφέρεια της διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς, ούτε όσον αφορά τους πολέμους που (όπως ο σημερινός γενικός [global] «πόλεμος» κατά της τρομοκρατίας) στοχεύουν στη συντριβή κάθε αντίστασης κατά της ΝΔΤ, ούτε, τέλος, όσον αφορά τους πολέμους μεταξύ χωρών της περιφέρειας (οι οποίοι συχνά εκφράζουν αντίστοιχες διαιρέσεις εντός της υπερεθνικής ελίτ).

Έτσι, όσον αφορά τους πολέμους μεταξύ χωρών της Τριάδας και χωρών στην περιφέρεια και στην ημιπεριφέρεια, καθώς και εκείνους εναντίον κινημάτων αντίστασης, η έκρηξη της ανισότητας στην παγκόσμια κατανομή της δύναμης στη ΝΔΤ συνεπάγεται πως οι επιθέσεις εναντίον κάθε καθεστώτος-«ταραξία» ή κινήματος αντίστασης που την αμφισβητεί θα συνεχιστούν αμείωτες ― αυτός είναι και ο κύριος στόχος του σημερινού γενικού «πολέμου». Τέτοια καθεστώτα ή κινήματα θα πρέπει να συντριβούν με το είδος της ολοκληρωτικής νίκης που είδαμε στην περίπτωση των τριών «πολέμων» μέχρι σήμερα. Η συμμετοχή σε πολέμους του τύπου αυτού είναι ο λόγος άλλωστε που οι στρατοί των χωρών της Τριάδας μετατρέπονται ταχύτατα σε στρατούς επαγγελματιών δολοφόνων (ένα είδος σαμουράι) οι οποίοι δεν είναι επιδεκτικοί, όπως οι κληρωτοί, ιδεολογικών επιρροών και συναισθημάτων αλληλεγγύης προς τις κοινωνικές ομάδες από τις οποίες στρατολογούνται (συνήθως τις φτωχότερες κοινωνικές ομάδες). Παρά το υψηλότερο κόστος των επαγγελματικών στρατών,[45] οι ελίτ της ΝΔΤ δεν έχουν άλλη επιλογή από το να καλύπτουν τέτοιες επιπρόσθετες δαπάνες καθώς οι πόλεμοι δεν γίνονται πια για την υπεράσπιση της χώρας, αλλά καθαρά για την υπεράσπιση της ΝΔΤ και των προνομίων εκείνων που ωφελούνται από αυτήν ― πρωταρχικά η υπερεθνική ελίτ αλλά επίσης και οι ανώτερες μεσαίες τάξεις στις χώρες της Τριάδας καθώς και οι ελίτ στις χώρες της περιφέρειας.

Όσο για τους πολέμους μεταξύ των χωρών της περιφέρειας, συγκρούσεις πολιτισμικής, θρησκευτικής, εθνικιστικής ή εθνοτικής φύσης μπορούν εύκολα να προκύψουν μεταξύ τους, συχνά δίνοντας διέξοδο στην απογοήτευση από την κοινωνικο-οικονομική κατάσταση. Η αντίδραση της υπερεθνικής ελίτ σε τέτοιους πολέμους δεν είναι ομοιόμορφη. Σε κάποιες περιπτώσεις, όπως έγινε με τους εθνοτικούς πολέμους στα Βαλκάνια, τέτοιες συγκρούσεις μπορεί να απειλούν τη σταθερότητα της ΝΔΤ και πρέπει να συντριβούν από τα στρατιωτικά σκέλη της: αν είναι δυνατόν από τον ΟΗΕ, εναλλακτικά από το νέο ΝΑΤΟ, ή ως έσχατο μέσο από τη στρατιωτική δύναμη των ίδιων των ΗΠΑ. Εάν οι εντάσεις αυτές δεν απειλούν τη ΝΔΤ ως τέτοια, αλλά είναι χρήσιμες για τη χρηματοδότηση της ανάπτυξης της πολεμικής βιομηχανίας της υπερεθνικής ελίτ, τότε αφήνονται να σιγοβράζουν (π.χ. Ελληνο-Τουρκική διαμάχη).

Συμπερασματικά, ο στρατιωτικός βραχίονας της υπερεθνικής ελίτ, δηλ. το Πεντάγωνο των ΗΠΑ, με την αρωγή του Βρετανικού Επιτελείου και με, ή δίχως, τη βοήθεια του ΝΑΤΟ, παίζουν σήμερα το ρόλο του διαχειριστή του τομέα ασφάλειας της ΝΔΤ. Στο πλαίσιο αυτό, ο νέος γενικός «πόλεμος» της υπερεθνικής ελίτ προσφέρει, όπως θα δούμε παρακάτω, τον ίδιο τον μηχανισμό ασφαλείας για τη διαδικασία της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης (ένας διεθνοποιημένος πόλεμος για μία διεθνοποιημένη οικονομία), καθώς και τον μηχανισμό προστασίας όσον αφορά κάθε απειλή κατά της ΝΔΤ γενικότερα.

γ. Η ιδεολογική διάσταση της συστημικής βίας

Η οικονομική και η πολιτική παγκοσμιοποίηση συνοδεύονται αναπόφευκτα από ένα είδος «ιδεολογικής παγκοσμιοποίησης», δηλ. μία υπερεθνική ιδεολογία που χρησιμοποιείται για να αιτιολογηθεί η μείωση της εθνικής κυριαρχίας, η οποία συμπληρώνει την αντίστοιχη μείωση της οικονομικής κυριαρχίας που επιφέρει η οικονομική παγκοσμιοποίηση. Ο πυρήνας της νέας αυτής ιδεολογίας είναι το δόγμα της «περιορισμένης» κυριαρχίας που χρησιμοποιείται για να «αιτιολογηθούν» στρατιωτικές επεμβάσεις/ επιθέσεις εναντίον κάθε καθεστώτος-«ταραξία» ή πολιτικής οργάνωσης και κινήματος.[46] Σύμφωνα με το δόγμα αυτό, υπάρχουν ορισμένες καθολικές αξίες που πρέπει να έχουν προτεραιότητα έναντι άλλων αξιών, όπως αυτή της εθνικής κυριαρχίας. Έτσι, καταργείται εντελώς στη ΝΔΤ η κουλτούρα της απεριόριστης εθνικής κυριαρχίας, με ιστορία πέντε αιώνων, την οποία τα έθνη που έλαβαν μέρος στη σύνταξη του καταστατικού Χάρτη του ΟΗΕ συμφώνησαν να περιορίσουν μόνο όσον αφορά το δικαίωμά τους να διεξαγάγουν πόλεμο σε περίπτωση επίθεσης, με αντάλλαγμα την υπόσχεση ότι το Συμβούλιο Ασφαλείας θα παρέχει συλλογική ασφάλεια για αυτά. Τον κανόνα αυτόν παραβίασε ο «πόλεμος» του ΝΑΤΟ κατά της Γιουγκοσλαβίας των ΗΠΑ, ακόμη πιο κατάφωρα ο «πόλεμος» των ΗΠΑ κατά του Αφγανιστάν,[47] και βάζει οριστικά στο χρονοντούλαπο της Ιστορίας ο προληπτικός πόλεμος κατά του Ιράκ, που οδήγησε και στην πλήρη στρατιωτική κατοχή της χώρας! Όπως έγραψε πρόσφατα ο Richard Perle, πρόεδρος του συμβουλίου «αμυντικής» πολιτικής, δηλ. του think tank του Πεντάγωνου, «ο Σανταμ θα πάρει μαζί του (στο θάνατο) και τον ΟΗΕ».[48]

Στις περιπτώσεις όπου παραβιάζονται «καθολικές αξίες», οι διεθνείς οργανισμοί που εκφράζουν τη βούληση της «διεθνούς κοινότητας» (δηλ. το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ, το ΝΑΤΟ κ.λπ.) θα πρέπει να τις επιβάλλουν με κάθε απαραίτητο μέσο, άσχετα από έγνοιες για την εθνική κυριαρχία οι οποίες ποτέ δεν πρέπει να υπερισχύουν των καθολικών αυτών αξιών που έχουν πρωταρχική σπουδαιότητα. Το νέο αυτό δόγμα εκφράστηκε επίσημα από τον πρωθυπουργό του Ηνωμένου Βασιλείου σε έναν λόγο του στο Σικάγο, ακριβώς πριν από τη σύνοδο κορυφής του ΝΑΤΟ στην Ουάσιγκτον. Το απαύγασμα του λόγου αυτού ήταν ότι θα πρέπει να επιτρέπεται στα δημοκρατικά κράτη να επεμβαίνουν στις εσωτερικές υποθέσεις άλλων κρατών εφόσον βρίσκονται σε κίνδυνο τα ανθρώπινα δικαιώματα ― μία αρχή που επιδοκιμάζεται πλήρως από το νέο ΝΑΤΟ.[49]

Υπάρχουν δύο προφανή συμπεράσματα που μπορεί να συναγάγει κανείς από αυτό το νέο δόγμα «περιορισμένης κυριαρχίας», το οποίο γρήγορα γίνεται η ιδεολογία της ΝΔΤ, τόσο όσον αφορά τα ανθρώπινα δικαιώματα όσο και τον «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Το πρώτο συμπέρασμα είναι ότι το δόγμα αυτό υπερισχύει του Χάρτη του ΟΗΕ, ο οποίος τονίζει ρητά πως: «τίποτε από τα όσα περιέχονται στον παρόντα Χάρτη δεν εξουσιοδοτεί τα Ηνωμένα Έθνη να επεμβαίνουν σε ζητήματα που ανήκουν ουσιαστικά στην εσωτερική δικαιοδοσία οποιουδήποτε κράτους» εκτός εάν το Συμβούλιο Ασφαλείας διαπιστώσει μία «απειλή κατά της ειρήνης, διατάραξη της ειρήνης, ή επιθετική ενέργεια».[50] Ο ουσιαστικός παραμερισμός του Χάρτη του ΟΗΕ γίνεται πασίδηλος αν λάβει κανείς υπόψη ότι η πρόταση για τη διασφάλιση της προστασίας των ανθρωπίνων δικαιωμάτων είχε ρητά απορριφθεί στη Συνδιάσκεψη στο Σαν Φραντσίσκο κατά την οποία ιδρύθηκε ο ΟΗΕ. Το δεύτερο συμπέρασμα είναι ότι, με δεδομένη την τεράστια ασυμμετρία δύναμης στη σημερινή Διεθνή Τάξη, το νέο αυτό δόγμα δεν πλήττει την κυριαρχία των ισχυρών κρατών στις χώρες της Τριάδας αλλά μόνο αυτή των αδύναμων κρατών.

Είναι επομένως ξεκάθαρο ότι το νέο αυτό δόγμα είναι λανθασμένο, ασύμμετρο και δυνητικά καταπιεστικό. Είναι λανθασμένο, επειδή η καθιέρωση της υπεροχής των «ανθρωπίνων δικαιωμάτων», ή της προστασίας από την «τρομοκρατία», επί της εθνικής κυριαρχίας, προϋποθέτει πως ζούμε σε μία κοινωνία και σε έναν κόσμο όπου οι ίδιοι οι λαοί (και όχι οι ελίτ τους) μπορούν να ορίσουν την έννοια των «καθολικών αξιών» και της «τρομοκρατίας». Είναι ασύμμετρο, εφόσον ουσιαστικά δίνει το δικαίωμα στους ισχυρούς να επεμβαίνουν στις υποθέσεις των αδύναμων, αλλά όχι το αντίστροφο. Αυτό θα μπορούσε να εξηγήσει, λόγου χάρη, γιατί οι συνεχείς μαζικές παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Παλαιστινίων, ακόμη και τα εγκλήματα στη Τζενίν κατά τη δεύτερη φάση του «πολέμου» κατά της τρομοκρατίας τον Απρίλιο του 2002 στα χέρια του αποκτηνωμένου Σιωνιστικού στρατού, με την προφανή συμπαιγνία της υπερεθνικής ελίτ, ουδέποτε απετέλεσαν βάσιμο λόγο για δράση από την υπερεθνική ελίτ (ούτε καν για τη σύσταση Επιτροπής Διερεύνησης!), ή γιατί ο UCK στο Κόσοβο και οι Κόντρας στη Νικαράγουα, που θα μπορούσαν εύκολα να χαρακτηριστούν «τρομοκρατικές» οργανώσεις, όχι μόνο δεν καταδιώχθηκαν ποτέ από την υπερεθνική ελίτ αλλά αντίθετα εξοπλίστηκαν και χρηματοδοτήθηκαν από αυτήν! Τέλος, είναι δυνητικά καταπιεστικό, επειδή μπορεί εύκολα να χρησιμοποιηθεί από την υπερεθνική ελίτ για την καταπίεση κάθε κινήματος που θα προσπαθούσε να εγκαθιδρύσει ένα εναλλακτικό είδος κοινωνίας με στόχο την κατάργηση της ανισοκατανομής της πολιτικής και οικονομικής δύναμης. Το νέο αυτό δόγμα της περιορισμένης κυριαρχίας παίζει, επομένως, τον ιδεολογικό ρόλο της νομιμοποίησης των πολιτικών και στρατιωτικών επεμβάσεων της υπερεθνικής ελίτ, με στόχο την εξασφάλιση της σταθερότητας στη ΝΔΤ.

Τέλος, αξίζει να σημειωθεί ο ρόλος τόσο της κεντρο-Αριστεράς όσο και της επικρατούσας τάσης των ρεφορμιστών μέσα στους Πράσινους ως κύριων υποστηρικτών της νέας υπερεθνικής ιδεολογίας. Και οι δύο έχουν παίξει ζωτικό ρόλο στην αιτιολόγηση των «πολέμων» της υπερεθνικής ελίτ μέσω του δόγματος της περιορισμένης κυριαρχίας. Αυτό δεν είναι δύσκολο να εξηγηθεί με βάση το γεγονός ότι τόσο η κεντρο-Αριστερά όσο και οι ρεφορμιστές Πράσινοι έχουν ήδη υιοθετήσει πλήρως την οικονομική και πολιτική διάσταση της Νέας Διεθνούς Τάξης. Έτσι, όλα τα μείζονα Ευρωπαϊκά κεντρο-Αριστερά κόμματα (Γερμανία, Βρετανία, Γαλλία, Ιταλία κ.λπ.) έχουν ήδη υιοθετήσει την καπιταλιστική νεοφιλελεύθερη παγκοσμιοποίηση. Αντίστοιχα, οι ρεφορμιστές Πράσινοι έχουν εδώ και καιρό εγκαταλείψει κάθε ιδέα περί ριζικών οικονομικών αλλαγών και έχουν υιοθετήσει αντ’ αυτού ένα είδος «οικο-σοσιαλφιλελευθερισμού» που ισοδυναμεί με κάποια εκδοχή «Πράσινου καπιταλισμού».

Δεν προκάλεσε επομένως ιδιαίτερη έκπληξη το γεγονός ότι η κεντρο-Αριστερά επιδοκίμασε ενθουσιωδώς και τους τρεις «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ, ενώ οι ρεφορμιστές Πράσινοι, που στις αρχές της δεκαετίας του 1990 ανησυχούσαν για τις οικολογικές επιπτώσεις του πολέμου στον Κόλπο, στο τέλος της δεκαετίας ήταν ταγμένοι υποστηρικτές του πολέμου κατά της Γιουγκοσλαβίας και σήμερα, παρά τις αντιρρήσεις τους για την εισβολή στο Ιράκ , επιδοκιμάζουν πλήρως τον γενικό «πόλεμο κατά της τρομοκρατίας». Το επιχείρημα που χρησιμοποίησαν οι ρεφορμιστές Πράσινοι για να αιτιολογήσουν τη στάση τους ήταν πως ο νέος ρόλος του ΝΑΤΟ ως υπερασπιστή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ήταν απόλυτα συμβατός με την Πράσινη ιδεολογία του αγώνα για τα ανθρώπινα δικαιώματα και για την ανθρώπινη απελευθέρωση γενικότερα! Εν τούτοις, υπάρχει μία εναλλακτική εξήγηση για τη στάση των ρεφορμιστών Πρασίνων: από τη στιγμή που τα Πράσινα κόμματα έγιναν «κανονικά κόμματα» που αγωνίζονται για την κυβερνητική εξουσία και εγκαταλείψαν τις ιδέες περί του «αντικόμματος», της άμεσης δημοκρατίας και της ριζοσπαστικής οικολογίας, ήταν πλέον αναπόφευκτο ότι άπαξ και βρισκόντουσαν στην εξουσία θα γινόντουσαν «κανονικές κυβερνήσεις», που συμμετέχουν σε «κανονικές» εγκληματικές δραστηριότητες, όπως ο πόλεμος του ΝΑΤΟ.

Ωστόσο, μολονότι ο Ιστορικός ρόλος των σοσιαλδημοκρατών στο πλευρό των αρχουσών ελίτ κατά τους διάφορους πολέμους τους είναι δεδομένος δεν ισχύει το ίδιο και για την Αριστερά γενικότερα ή για τους Πράσινους ειδικότερα. Όσον αφορά την Αριστερά, έκπληξη προκάλεσε σε μερικούς, μολονότι δεν ήταν κάτι το απροσδόκητο, το γεγονός ότι ο «πόλεμος» κατά της Γιουγκοσλαβίας επιδοκιμάστηκε από τους περισσότερους διανοουμένους της Ευρωπαϊκής «Αριστεράς»: από τον Anthony Giddens και τον Alain Tourain ως τον Edgar Morin, τον Habermas και πολλούς άλλους που, κατ’ ουσίαν, χρησίμευσαν ως απολογητές της επίθεσης του ΝΑΤΟ κατά του Γιουγκοσλαβικού λαού, όταν αιτιολογούσαν το δόγμα της «περιορισμένης» κυριαρχίας και μιλούσαν για μία «νέα εποχή» στις διεθνείς σχέσεις, την οποία υποτίθεται σηματοδότησε η υπόθεση Pinochet και ο ίδιος ο «πόλεμος». Είναι φανερό ότι οι περισσότεροι «Αριστεροί» διανοούμενοι, όπως εύστοχα τους περιέγραψε ο Καστοριάδης, έχοντας σήμερα εγκαταλείψει τον κριτικό τους ρόλο, «προσχωρούν ενθουσιωδώς σε αυτό που υπάρχει, απλώς γιατί υπάρχει».[51]

Το ίδιο ισχύει και για τους Πράσινους, οι οποίοι εισήλθαν στον πολιτικό στίβο πριν από ένα τέταρτο του αιώνα, ως ένα νέο κοινωνικό κίνημα που αγωνιζόταν για τον ευγενή σκοπό της απελευθέρωσης της Φύσης και της Ανθρωπότητας από τα δεινά της παρούσας κοινωνίας. Η συμμετοχή τους στους δύο τελευταίους εγκληματικούς «πολέμους» της υπερεθνικής ελίτ (Γιουγκοσλαβία, Αφγανιστάν) αποτελεί ειδεχθέστατη αναίρεση του ίδιου του λόγου ύπαρξης του Πράσινου κινήματος. Αυτό έγινε ιδιαίτερα φανερό στην περίπτωση της Γιουγκοσλαβίας, όταν τόσο οι «ρεαλιστές» Πράσινοι σαν τους πρώην αριστεριστές και νυν επαγγελματίες πολιτικούς Cohn-Bendit[52] και Joschka Fischer, όσο και οι «κοκκινο-Πράσινοι» σαν τον Alain Lipietz,[53] καθώς και τα Ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα δεν είδαν καμία αντίφαση ανάμεσα στον στόχο αυτού του πολέμου (απελευθέρωση των Κοσοβάρων από την καταπίεση και την εθνοκάθαρση) και στα μέσα που χρησιμοποιήθηκαν για τον σκοπό αυτόν (η εγκληματική πολεμική μηχανή της υπερεθνικής ελίτ που ανέλαβε τη συστηματική καταστροφή της υποδομής της χώρας). Οι ρεφορμιστές Πράσινοι έχουν φανερώσει ότι δεν έχουν πια (εάν υποθέσουμε πως είχαν κάποτε) ένα όραμα για μία εναλλακτική κοινωνία και υιοθετούν πλήρως το θεσμικό πλαίσιο της σημερινής διεθνοποιημένης οικονομίας της αγοράς και των πολιτικών της εκφράσεων. Όπως γρήγορα επεσήμαναν σοσιαλιστές επικριτές,[54] οι ρεφορμιστές Πράσινοι σήμερα δεν μπορούν να ισχυρίζονται πως αποτελούν κάποιο είδος «αντισυστημικής δύναμης». Είναι σαφές, επομένως, ότι από τη στιγμή που οι «ρεαλιστές» κέρδισαν τη μάχη ενάντια στα ριζοσπαστικά ρεύματα μέσα στους Ευρωπαίους Πράσινους, τα Πράσινα κόμματα έγιναν στοιχείο της ΝΔΤ, με κύρια λειτουργία την περιβαλλοντική διαχείριση για λογαριασμό των μεσαίων τάξεων τις οποίες κυρίως αντιπροσωπεύουν, τερματίζοντας έτσι οριστικά κάθε ελπίδα σε σχέση με το αντισυστημικά τους δυναμικό.

Διαβάστε το βιβλίο του Τάκη Φωτόπουλου, on line σε μορφή PDF

 


[1] Το κεφάλαιο αυτό, όπως και το επόμενο, στηρίζεται σε δοκίμιο του συγγραφέα που δημοσιεύθηκε στο διεθνές θεωρητικό περιοδικό Democracy & Nature, με τον τίτλο «The Global ‘War’ of the Transnational Elite», Vol. 8, No. 2 (Ιούλης 2002), σελ. 201-240. Η μετάφραση είναι του Αλέξανδρου Γκεζερλή και η επιμέλεια του συγγραφεα.

[2] John Berger, Le Monde Diplomatique (Φλεβάρης 2003).

[3] Βλέπε Τάκης Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία (Αθήνα: Καστανιώτης, 1999).

[4] Seumas Milne, «Terror and Tyranny», Τhe Guardian (25/10/2001).

[5] Johan Galtung, «On the causes of terrorism and their removal», IFDA Dossier 66 (Ιούλιος-Αύγουστος 1988), σελ. 29-42.

[6] George Monbiot, «Backyard terrorism», The Guardian (30/10/2001).

[7] Κορνήλιος Καστοριάδης, «Η κρίση του Μαρξισμού και η κρίση της πολιτικής», Κοινωνία και Φύση, αρ. 2 (Σεπτέμβριος-Δεκέμβριος 1992), σελ. 235.

[8] Hannah Arendt, On Revolution (Λονδίνο: Penguin, 1990), σελ. 19.

[9] Hannah Arendt, The Human Condition (Σικάγο: Univ. of Chicago Press, 1958), σελ. 26-27. Ελλ. Μεταφραση, Η ανθρώπινη κατάσταση (Αθήνα: Γνώση, 1986).

[10] Τ. Φωτόπουλος, «The limitations of Life-style strategies: The Ecovillage ‘Movement’ is NOT the way towards a new democratic society», Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (Ιούλιος 2000), σελ. 287-308.

[11] Hannah Arendt, On Revolution, ό.π., σελ. 17.

[12] The Guardian (25/10/2001).

[13] Όπως το έθεσε εύστοχα ο Paul Foot: «οποιοσδήποτε εγκρίνει την Ισραηλινή κατοχή των περιοχών, ή τους εποικισμούς, ή αρνείται στους Παλαιστίνιους το δικαίωμα της βίαιης αντίστασης παίρνει ξεκάθαρα το μέρος του καταπιεστή ενάντια στον καταπιεσμένο». «In defence of oppression», The Guardian (05/03/2002).

[14] Όπως σημειώνει ο Robert Fisk (που μαζί με τον John Pilger αποτελούν μερικά από τα καλύτερα παραδείγματα ανεξάρτητης δημοσιογραφίας) «το νέο όπλο της Μέσης Ανατολής στο οποίο ούτε οι Αμερικανοί ούτε οποιοιδήποτε άλλοι Δυτικοί έχουν τίποτα ν’ αντιπαραθέσουν (είναι): ο απεγνωσμένος βομβιστής αυτοκτονίας. Ολόκληρης της Αμερικής η δύναμη, ο πλούτος ― και η αλαζονεία, θα λέγανε οι Άραβες ― δεν μπόρεσαν να προστατεύσουν τη μεγαλύτερη δύναμη που γνώρισε ποτέ ο κόσμος από την καταστροφή αυτήν». «The awesome cruelty of a doomed people», Znet (12/09/2001).

[15] Ellen Cantarow, «Speak Out» / «34 years of Israeli policy have laid the groundwork for its unholy war in the West Bank», Jerusalem Indymedia (6 / 8 Απριλίου 2002).

[16] Alison Mitchell, «Congress Passes Measure of Support for Israel», The New York Times (02/05/2002).

[17] Για μία ανάλυση των διαφόρων μορφών της νεωτερικότητας, βλέπε Takis Fotopoulos, «The Myth of Postmodernity», Democracy & Nature, Vol. 7, No. 1 (Μάρτιος 2001), σελ. 27-75.

[18] Για μία προγενέστερη διατύπωση της έννοιας της Νέας Διεθνούς Τάξης βλέπε, Τάκης Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια: Ο Πόλεμος και η Διεθνοποιημένη Οικονομία της Αγοράς (Αθήνα: Στάχυ, 1999), σελ. 83-134 και για μία πιο πρόσφατη εκτεταμένη έκδοχή της «New World Order and NATO’s War against Yugoslavia», New Political Science, Vol. 24, No. 1 (Μάρτιος 2002), σελ. 73-104.

[19] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1.

[20] Βλέπε Τ. Φωτόπουλος, «Class Divisions Today: The Inclusive Democracy approach», Democracy & Nature, Vol. 6, No. 2 (Ιούλιος 2000), σελ. 211-252.

[21] Βλέπε Will Hutton, The State Were In (Λονδίνο: Jonathan Cape, 1995), κεφ. 3.

[22] Βλέπε Michael Hardt & Antonio Negri, Αυτοκρατορία (Αθήνα: Scipta, 2002), Μέρος Τρίτο.

[23] Τάκης Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία (Αθήνα: Ελληνικά Γράμματα, 2002), κεφ. 1-3.

[24] ΟΗΕ, Human Development Report 1999.

[25] Leslie Sklair, The Transnational Capitalist Class (Οξφόρδη: εκδ. Blackwell, 2001).

[26] Τ. Φωτόπουλος, Παγκοσμιοποίηση, Αριστερά και Περιεκτική Δημοκρατία, ό.π., κεφ. 1-3.

[27] Βλ. Τάκης Φωτόπουλος, Ο Πόλεμoς στov Κόλπo: η πρώτη μάχη στη σύγκρoυση Βoρρά‑ Νότου (Αθήνα: Εξάντας, 1991).

[28] Βλ. Τ. Φωτόπουλος, Η Νέα Τάξη στα Βαλκάνια, ό.π., σελ. 83-134.

[29] Niall Ferguson, «Welcome the new imperialism», The Guardian (31/10/2001).

[30] Βλ. π.χ. Κ. Βεργόπουλος, Ελευθεροτυπία (15/11/2001).

[31] Βλέπε για παράδειγμα μία έκφραση της τάσης αυτής σε ένα σχετικά πρόσφατο κύριο άρθρο του Observer, υπό τον εύγλωττο τίτλο: «Οι ΗΠΑ δεν είναι ικανές να διευθύνουν τον κόσμο – Πρέπει να βοηθήσουμε την Ευρώπη να αναλάβει το έργο αυτό» [«The US is not fit to run the world – We must help Europe take on the job»], The Oberver (01/04/2001). Επίσης, η Γαλλική Le Monde Diplomatique παίζει σημαντικό ρόλο όσον αφορά στην τάση αυτή, τόσο στη θεωρία όσο και στην πράξη.

[32] Madeleine Bunting, «Smash and grab inc. – Τhe US ruled the last century and it will rule the next. What will it do with its power?», The Guardian (24/08/1999).

[33] North Atlantic Treaty Organisation, The Alliance’s Strategic Concept (24 Απριλίου 1999).

[34] Ό.π., άρθρο 6.

[35] Ό.π., άρθρο 15.

[36] Ben Macintyre, The Times (26/04/1999).

[37] NATO, The Alliance’s Strategic Concept, άρθρο 20.

[38] Ό.π., άρθρο 24.

[39] Thomas L. Friedman, «NATO's New Front», New York Times (30/03/2003).

[40] Christopher Layne & Benjamin Schwarz, «>Making the World Safer for Business: i> nstability and aggression are regarded as a threat to the global stability >upon which US markets depend», Los Angeles Times (02/04/1999).

[41] Thomas Friedman, New York Times (28/03/1999). Παρατίθεται στο: M. Parenti, To Kill A nation (Λονδίνο: Verso, 2000), σελ. 235.

[42] Peter Beaumont & Ed Vulliamy, The Observer (10/02/2002).

[43] Richard Norton-Taylor, The Guardian (28/02/2001).

[44] K. Ohmae, «The rise of the region state», Foreign Affairs (Άνοιξη 1993).

[45] Adrian Hamilton, The Observer (25/02/1996).

[46] Ο γκουρού της εξωτερικής πολιτικής του Tony Blair, Robert Cooper, διατύπωσε σαφώς τη νέα ιδεολογική παγκοσμιοποίηση όταν υποστήριξε ότι: «είναι απαραίτητο ένα νέο είδος ιμπεριαλισμού, που θα είναι συμβατός με τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις παγκόσμιες αξίες: ένας ιμπεριαλισμός που θα έχει ως στόχο να παραγάγει τάξη και οργάνωση αλλά ― που σήμερα στηρίζεται σε εθελοντική βάση». Robert Cooper, «Why we still need empires», The Observer (07/04/2002).

[47] Όπως επισημαίνει η Monique Chemillier-Gendreau: «Το τέλος του διεθνούς δικαίου, που έμοιαζε πιθανό μετά τον πόλεμο στον Κόλπο, επιταχύνεται […] το Συμβούλιο Ασφαλείας του ΟΗΕ τελικά λύγισε μπρος στις ΗΠΑ στο Ψήφισμα 1368 της 12ης Σεπτεμβρίου 2001 […] Με το να περιγράψει τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σαν “απειλές κατά της διεθνούς ειρήνης και ασφάλειας” […] εγκατέλειψε κάθε ιδέα συλλογικής δράσης εν ονόματι του ΟΗΕ […] ο ΟΗΕ ενθαρρύνει ένα φαύλο κύκλο όπου η απάντηση στη βία και στον φόνο είναι ένας εκδικητικός πόλεμος που μπορεί να επεκταθεί σε άλλες χώρες ». «UN: the end of collective action», Le Monde Diplomatique (Νοέμβριος 2001).

[48] Richard Perle, «Thank God for the death of the UN», The Guardian (21/03/2003).

[49] Το άρθρο 20 της νέας στρατηγικής αντίληψης ξεκαθαρίζει ρητά ότι το νέο ΝΑΤΟ αναγνωρίζει μονάχα μία περιορισμένη αντίληψη της κυριαρχίας. Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από τις αναφορές που κάνει το άρθρο 20 σε εθνικές και θρησκευτικές αντιπαλότητες, ή στην προσβολή των ανθρωπίνων δικαιωμάτων ― γεγονότα τα οποία, σύμφωνα με τη νέα «στρατηγική αντίληψη», μπορούν να οδηγήσουν σε κρίσεις που επηρεάζουν την Ευρωατλαντική σταθερότητα και σε ένοπλες συγκρούσεις που επηρεάζουν την ασφάλεια της Συμμαχίας λόγω της πιθανότητας να εξαχθούν σε γειτονικές χώρες. NATO, The Alliance’s Strategic Concept.

[50] Χάρτης του ΟΗΕ, άρθρο 2, νο. 7 και άρθρο 39.

[51] Κορνήλιος Καστοριάδης, Ο θρυμματισμένος κόσμος (Αθήνα: εκδ. Ύψιλον, 1992), σελ. 24.

[52] Daniel Cohn-Bendit, «Le recours, c’est la force», Liberation (06/04/1999).

[53] Alain Lipietz, «Ce qu’il faut savoir avant une guerre terrestre», Liberation (13/04/1999).

[54] Όπως τονίζει ο Paul McGarr: «Η (Πράσινη) πολιτική τους αποτελεί κριτική ορισμένων πλευρών του καπιταλιστικού συστήματος, όπως του τρόπου με τον οποίο οδηγεί σε περιβαλλοντική καταστροφή, αλλά όχι απόρριψη του ίδιου του συστήματος.». «European Greens, Shades of Deep Khaki», Socialist Worker (23/04/1999).